Του Χρήστου Τσαντήλα
ΣΤΗ μικρή πλατεία του γραφικού χωριού της λαρισινής υπαίθρου, όλα ήταν όπως συνήθως, ήσυχα, το βράδυ εκείνο. Όλα καλά, μέχρι που ήρθε και… εγκαταστάθηκε ο Σόιμπλε! Και δεν ήταν μόνο αυτός. Ήρθαν μαζί του και η Μέρκελ και ο Ολάν, και ο Ντράγκι και ο Γιούνγερ κι ο Ντάισελμπλουμ, ο αχώνευτος, που ακόμα πανηγυρίζει που κατάφερε να «φάει» τον Γιάννη Βαρουφάκη, επειδή τον σνόμπαρε, με τα εμπριμέ πουκάμισα κι εκείνα τα περίεργα «ουάου»!
ΤΟΥΣ φιλοξενούσε όλους αυτούς τους ξένους, μια παρέα αριστεροδεξιών και αντιστρόφως (δεν τους ξεχωρίζεις πλέον, όλα ήρθαν άνω κάτω στην Ελλάδα), σε ένα τραπέζι γεμάτο σαλάτες, τζατζίκια και κεμπάπια, κοκορέτσια, μπύρες και κρασιά… Τώρα, πώς έφτασε η κουβέντα ξαφνικά από τα αγριογούρουνα και τα ανέκδοτα με κυνηγούς και αρκούδες, στους Ευρωπαίους μεγαλοσχήμονες, δεν χρήζει εξηγήσεων, (καθώς η ερώτηση είναι ανοήτων), αφού τα πρόσωπα αυτά, τόσο δικαιολογημένα, βρίσκονται κοντά τέσσερα χρόνια τώρα στις κουβέντες που γίνονται στα σπίτια όλων των Ελλήνων, πόσο μάλιστα στις πλατείες και τις ταβέρνες των χωριών, όπου ο ανδρικός πληθυσμός, όπως μισό αιώνα τώρα, μονίμως...λύνει το Κυπριακό!
ΔΕΝ χρειάζεται να εντρυφήσω με λεπτομέρειες, στα όσα μύρια «κοσμητικά» επίθετα ακούστηκαν για τους λεγάμενους. Εκτός του ότι θα μας φάει η λογοκρισία, στα χωριά ξέρετε, τα βαριά κοσμητικά, ούτε ο Μπαμπινιώτης δεν θα μπορεί να τα αποδώσει. Άντε τώρα να βρεις αυτόν που «κνιέτει» σαν «τσακστή» καρέκλα, άντε να καταλάβεις το «μπαΐλτσαμι στα ψέματα», και πως «μας προγκάν απού παντού», να καταλάβεις ποιον λένε «αλπουσακάτκι» και «ζλάπ» από τον οποίο «πάθαμι γιρό χνιέρ!».
ΑΛΛΑ ο Σόιμπλε, δεν ήρθε μόνο για κουβέντες στην πλατεία του μικρού χωριού. Τους έβαλε και να μαλώσουν! Να τσακωθούν γερά. Παραλίγο να πιαστούν στα χέρια, τα ξαδέλφια που ο ένας πήρε σύνταξη στα 55 και τον άλλο τον συνομήλικο, τον πάνε στα 67! «Ο Γερμανός φταίει», «όχι δεν φταίει ο Σόιμπλε, ο κακός μας ο καιρός και ο ανάποδος ο φλάρος φταίει», «καλά έλεγε ο Πάγκαλος μαζί τα φάγαμε», (νάσου και ο Θόδωρος στην κουβέντα), χαμός, ανάθεμα, κατάρες, «να μη σώσει» και τα σχετικά, πολλά τα …γαλλικά, άκρη δεν έβγαινε. Και δώστου μέχρι τα ξημερώματα!
ΗΤΑΝ και ο ταβερνιάρης μια μαϊμού, νύσταζε, βαρέθηκε κάθε βράδυ τώρα να πηγαινοέρχεται με την κανάτα, που πάντα ήταν τρύπια (!) τους άφησε την νταμιτζάνα και έφυγε! «Μόνο μην ξεχάσετε να σβήσετε τα φώτα» πρόλαβε να τους πει, πριν ξεσπάσει νέος γύρος: «Κοιμήσου ήσυχος εσύ, να δεις πόσο ρεύμα θα πληρώνεις απ' τον Σεπτέμβριο πουλάκι μου… που ήθελες τον Τσίπρα. Φάτην τώρα…». Ποιος Τσίπρας ρε; Ο Σόιμπλε τα κάνει αυτά, αυτός ο...».
(Δυστυχώς, ο επίλογος δεν είναι και τόσο ευχάριστος. Δύο φορές ήρθαν οι Γερμανοί στο συγκεκριμένο χωριό. Την πρώτη το έκαψαν ολοσχερώς. Σήμερα τις τοπικές κοινωνίες τις καταστρέφουν αλλιώς...Και πάνω στο κρασί εκδηλώνεται ο κίνδυνος…).