Αντίθετα, αποτελεί ζήτημα ευρύτερου προσανατολισμού της ελληνικής κοινωνίας συνολικά και όχι μόνο της εκπαίδευσης που παρέχεται στους ελληνόπαιδες. Είναι γεγονός άλλωστε ότι η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική γλώσσα (η ελληνοφωνία) στερέωσαν το οικοδόμημα του ελληνικού κράτους, σφυρηλάτησαν την εθνική του ομοιογένεια, διαμόρφωσαν την ιδιοπροσωπία του.
Η ιστορική ενότητα του ελληνικού κράτους-έθνους σμιλευμένη στα χνάρια του τριμερούς σχήματος που κατασκεύασε ο εθνικός ιστοριογράφος Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Αρχαιότητα-Μέσοι Χρόνοι-Νεότερη Ελλάδα, αντιμετώπισε με «όχημα» την ορθοδοξία και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας αποτελεσματικά την αλλοφωνία ισχυρών πληθυσμών του, προσπέλασε τα εμπόδια που δημιούργησε η Συνθήκη της Λοζάνης και η ανταλλαγή των πληθυσμών και διαμόρφωσε την ταυτότητα των κατοίκων του στη βάση της παραδοχής «Έλλην το γένος και Χριστιανός Ορθόδοξος το θρήσκευμα».
Ασφαλώς η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική γλώσσα συνυφαίνουν την ελληνικότητα και συνέχουν τους πολίτες του ελληνικού κράτους. Συνεπώς σε μεγάλο βαθμό ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος δεν μπορεί ούτε να αμφισβητηθεί ούτε να αναιρεθεί αλλά σε καμία περίπτωση οι τάξεις των Θρησκευτικών δεν πρέπει να μεταβληθούν σε κατηχητικά σχολεία και οι θεολόγοι καθηγητές σε ζηλωτές της ορθόδοξης πίστης και λατρείας. Είναι ρόλος που προσιδιάζει περισσότερο στην επίσημη Εκκλησία και τα όργανά της χωρίς, βέβαια, να παραγνωρίζεται και η συνεισφορά της ελληνικής οικογένειας, εφόσον το επιθυμεί.
Από την άλλη πλευρά, είναι σκόπιμο να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν οι συνθήκες της ζωής των Ελλήνων μαθητών σήμερα. Όταν δηλαδή στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας ο μαθητής ξεκινάει για το σχολείο και έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με ένα πολύχρωμο μωσαϊκό εθνοτήτων, διαφορετικών κουλτούρων και θρησκειών, πολύ περισσότερο δε στη σχολική πραγματικότητα ως βιωμένη εμπειρία, η Πολιτεία οφείλει να τον εξοικειώσει με τις διαφορετικές ταυτότητες που κυκλοφορούν γύρω του, ανάμεσα σε αυτές και τις θρησκευτικές.
Συνεπώς, η επιλογή που επιτάσσουν τα «σημεία των καιρών» και οι κοινωνικές αλλαγές που έχουν επισυμβεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη Ευρώπη οδηγούν στην κατάτμηση της ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών που διδάσκονται τα ελληνόπουλα, ώστε να αφιερώνεται επαρκής χρόνος στην ψηλάφηση και προσέγγιση της κοσμοθεωρίας και του χαρακτήρα άλλων θρησκειών και δογμάτων.
Αναμφισβήτητα οι ρίζες της ορθοδοξίας στην ελληνική κοινωνία είναι βαθιές και ιστορικές. Το σύγχρονο σχολείο σωστά προσπαθεί να τις ενδυναμώσει, αλλά όχι με τον φοβικό τρόπο που επιβάλλει η αντίληψη ότι οι Έλληνες μαθητές είναι πιθανό να αλλοτριωθούν πολιτισμικά και εθνικά, εάν προσεγγίσουν και κατανοήσουν το διαφορετικό.
Στην περίπτωση που υπερισχύσει η άποψη αυτή, ελλοχεύει ο κίνδυνος να εστιάσουμε στο δέντρο και να χάσουμε το «δάσος». Όπου «δάσος» είναι η συγκρότηση ισχυρών και αυθύπαρκτων προσωπικοτήτων, με έμπεδη κριτική σκέψη, «ανοιχτών» σε νέες πολιτισμικές εμπειρίες και ταυτότητες, απελευθερωμένων από τη μικρόνοια και τον «επαρχιωτισμό» άλλων γενιών και εποχών.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο, δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.