Το πρόσωπο της Θεομήτορος συνδυάζει κατά θαυμαστό και ανεξήγητο τρόπο όλες τις χάρες. Τις πλέον θαυμαστές και εκπληκτικές.
Συνδυάζει μητρότητα και παρθενία. Υπήρξε Μητέρα και Παρθένος, που αντίκεινται προς τον φυσικό νόμο. Όπως εύστοχα τονίζει η εκκλησιαστική υμνωδία: «Αλλότριον εστί των μητερών η παρθενία και ξένον ταις παρθένοις η παιδοποιία». Στην Παναγία όμως παρατηρούνται και τα δύο.
Έζησε η Παναγία ζωή τέλειας αγνότητος και ηθικής καθαρότητος. Πλήρους αφοσίωσης στο θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό είλκυσε τη χάρη Του. Και αφού απαλλάχθηκε στον Ευαγγελισμό από το προπατορικό αμάρτημα -διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος- κατέστη καθαρότατο δοχείο του Θεού Λόγου.
Αξιώθηκε η Παναγία να κυοφορήσει, να αγκαλοφορήσει και να γαλακτοτροφήσει τον Χριστό. Τον τροφέα του σύμπαντος. Του κόσμου όλου. Εκστατικός ο υμνωδός μπροστά στο μυστήριο της ενανθρώπησης του Θεού, αναφωνεί: «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος, τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;». Και με δέος απευθύνεται στη Θεοτόκο: «Πώς εκ μαζών Σου γάλα βρύεις, Παρθένε; Πώς τρέφεις τον Τροφέα του σύμπαντος;…».
Η Παναγία δεν κυοφόρησε απλώς έναν άνθρωπο, έστω σπουδαίο, αλλά τον Θεάνθρωπο Χριστό. Τον Κύριο ουρανού και γης. Τον σαρκωμένο Θεό της αγάπης και του ελέους. Έγινε δηλαδή η Παναγία «Η Χώρα του Αχωρήτου». Χώρεσε μέσα Της «Τον Αχώρητον παντί». Έγινε η Πλατυτέρα και Υψηλοτέρα των ουρανών.
Και έμεινε Παρθένος και μετά τον τόκο. Όπως και πριν από τον τόκο. Πάντα Παρθένος. Αειπάρθενος. Η Γέννηση του Χριστού δεν παρέβλαψε την Παρθενία της Θεοτόκο. Όπως οι ακτίνες του ηλίου διερχόμενες από το τζάμι δεν το παραβλάπτουν.
Παράδοξη επίσης είναι και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Συνυπάρχουν σε αυτή ο θάνατος και η ζωή. Έμεινε στον τάφο τρεις ημέρες. Μετά ξύπνησε. Πέρασε από τον θάνατο στη ζωή την αιώνια. Μετατέθηκε στους ουρανούς. Και τώρα βρίσκεται ζωντανή ψυχικά και σωματικά στα ουράνια δώματα. Κοντά στον Χριστό. Και δέεται πάντα σ’ Αυτόν, τον Υιό και Θεό της για όλο τον κόσμο. Είναι η Δεομένη. Έτσι την εμφανίζει σχετική παράσταση των Κατακομβών. Με τα χέρια Της υψωμένα στον Θεό σε στάση ικεσίας.
Έχουν μεγάλη ισχύ οι μητρικές δεήσεις της Παναγίας προς τον Χριστό. Σώζουν ψυχές εκ θανάτου. Εύστοχα ειπώθηκε «πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Γι’ αυτό στον Παρακλητικό Κανόνα ψάλλουμε: «Δύνασαι γαρ πάντα ως αληθώς Δεσπότου Θεού Μήτηρ, ει νεύσεις έτι μόνον προς την εμήν οικτράν ταπείνωσην…».
Έτσι κατανοείται η συνεχής καταφυγή των πιστών προς την Παναγία. Πάντοτε, ιδιαίτερα δε σε κάθε δοκιμασία, θλίψη και πόνο, που συντροφεύουν τη ζωή μας. Όλη η ζωή μας είναι γεμάτη πόνο. Πολύ πόνο. Εύστοχα αποφαίνεται ο άγιος της Λογοτεχνίας μας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Σανα ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου!».
Καταφεύγουμε λοιπόν οι πιστοί στη χάρη Της. Προσκυνούμε με κατάνυξη και σεβασμό τις άγιες εικόνες με τη γαλήνια μορφή Της. Κάνουμε ιεραποδημίες στα Ιεροσόλυμα, στο Άγιον Όρος, στην Τήνο και σε άλλα ονομαστά προσκυνήματα, όπου φυλάσσονται θαυματουργά εικονίσματά Της. Ανάβουμε κεριά σε αυτές, καθώς και τις καντήλες τους. Και εναποθέτουμε με λαχτάρα και πόθο σ’ Αυτήν -τη Μεγάλη Μητέρα μας- τους αλάλητους στεναγμούς μας. Υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση οικειότητος και τρυφερότητος ανάμεσα στους πιστούς και στη Θεομήτορα. Στη γλυκιά μας Παναγία.
Η μορφή της Αειπαρθένου Θεοτόκου είναι ιδιαίτερα προσφιλής στον λαό. Συγκλονίζει την ψυχή του. Για καμία άλλη γυναίκα δεν χτύπησαν τόσο πολύ οι ανθρώπινες καρδιές και με τόση συγκίνηση και παλμό. Για καμία άλλη δεν συνετέθηκαν τόσο υπέροχοι λόγοι, ποιήματα και ύμνοι Πατέρων, εκκλησιαστικών και άλλων συγγραφέων προς τη Θεοτόκο. Και για καμία άλλη δεν υπήρξαν τόσες δακρύων ροές, όσες προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Πλημμυρίζουν κάθε τόσο τα δάπεδα των εικόνων Της. Πόσο δίκαιο είχε ο μακαριστός αγιορείτης ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης που απευθυνόμενος στον λόγιο μοναχό Θεόκλητο Διονυσιάτη, κλαίγοντας έγραφε αναφερόμενος στα δάκρυα που χύνονται στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας: «Τα ωραιότερα γράμματα θα εγράφοντο με δάκρυα, αν ήταν μαύρα ως μελάνη…».
Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη