Το Έθνος μας ετέλη εν ακράτω εξάρσει, αναμένον εναγωνίως να σαλπίσει η επέλασις διά την απελευθέρωσιν και των λοιπών κατεχομένων υπό των Τούρκων εδαφών μας.
Εις τα Τέμπη άφθασεν ο Άναξ Κωνσταντίνος, μετά τινων Αξιωματικών του Επιτελείου του. Σκοπός των, ήτο η Επιθεώρησις του φυλακίου της Γκόλιανης. Εφίππευσαν και μετ’ ου πολύ, διήρχοντο εκ Ραψάνης, ης η πλατεία εφιλοξένει πλήθος γερόντων, οίτινες εδέχοντο ηδέως τας θωπευτικάς του Ηλίου ακτίνας, ιαματικάς των βασανιζόντων αυτοίς ρευματισμών.
Το κλιμάκιον ηπόρησε διά το πλήθος των γερόντων, αλλά συνέχισεν έως ου αφίχθη εις την Βρύσιν του Χαλκιά. Τοποθεσίαν ορεινήν εις ην φθάνει τις μετά ωριαίαν πορείαν εκ Ραψάνης. Εκεί ανηρχόμεθα παλαιότερον μετά της συζύγου μου, ίνα απολαύσωμεν την σκιάν των πολυφύλλων πλατάνων, ου μην, αλλά και το θείον, νάμα της κρήνης.
Εις το σημείον αυτό ο Άναξ ήκουσε γέροντά τινα, να ωρύεται γοερώς και εντόνως. «Διατί κλαίς παππού»; τον ηρώτησεν. Κι’ εκείνος τω είπεν: «Μι τσάκ’ σι στου ξύλου οι παρτέραζ, μ’ πουνάν τα παΐδια μ’». «Πόσων ετών είσαι παιδί μου και πού είναι ο πατέρας σου»; «Είμαι 85 χρουνού κι ου πατέραζ’ μ είνι σια πάν σ’ τσι πουτίστρις. Πουτίζ τα ζά».
Συνέχισαν να ανέρχονται τας δυσβάτους ατραπούς, όπου και έφθασαν εις τας ποτίστρας. Είδον εκεί το ποίμνιον καθήμενον και δύο γέροντας οίτινες ήσθιον άρτον μετά κρομμύων και ελαιών εμπεποτισμένων με τσίπουρον Ραψάνης, το γνωστόν πανελληνίως!
Οι δύο γέροντες ως είδον το κλιμάκιον, ηγέρθησαν πάραυτα ως ελατήριον και εστάθησαν εν προσοχή, κύπτοντες εκ σεβασμού την κεφαλήν των. «Ποιος εκ των δύο έδειρεν τον παίδα του εις την Βρύσιν του χαλκιά»; «Εγώ» απήντησεν ευθαρσώς ο εις εξ αυτών. «Δεν ξέρ’ ς ισί Μιγαλειότατι τι τραβάου ου ερμους», απ’ αυτό του ζαγάρ’. Τσουγλάν είνι του αχαΐρευτου. Τουν λιέου απ’ του προυί να πααίν΄ φαί στον παππούτ’ , κι αυτός λιάζιτι».
Όλοι τους έμειναν ενεοί. Αφού ο εγγονός είναι 85 ετών, πόσο είναι ο πατήρ του, και πόσον ο παπούς του; Το κλιμάκιον έκανε την Επιθεώρησιν εις το φυλάκιον της Γκόλιανης και επιστρέφον είδεν εις την πλατείαν της Ραψάνης τους γέροντας ραθύμως εξηπλωμένους. Ο Άναξ εν πλήρη απορία τελών, είπεν εις τινα Αξιωματικόν να ερωτήσει τους γέροντας τίνι τρόπω γίνονται ούτοι υπέργηροι; Επιστρέφων ο Αξιωματικός είπεν τω Βασιλεί, ότι ούτοι τω είπον: «Άι δεν είνι τίπουτα. Ιμείς τηράμε τουν κανόνα 2-5-8». Ο Βασιλεύς ήκουσεν την απάντησιν και εβασανίσθη υπό μεγαλυτέρας απορίας. Καθ’ οδόν αυτή η σκέψις τον ετυράννει; Ότε δε αφίχθη εις Αθήνας, εκάλεσεν επειγόντως Σοφούς τε και Καθηγητάς και ανέθεσεν αυτοίς, εντός 10 ημερών να φέρουσι την λύσιν του γρίφου. Εκλείσθησαν ούν ούτοι είς τι γραφείον, αλλά ουδέν επέτυχον. Λαβών γνώσιν του πορίσματος ο Βασιλεύς, εξεμάνη, σφόδρα εξοργισθείς. Πάραυτα απέστειλε δύο Αξιωματικούς, όπως μεταβώσι, εις Ραψάνην προς λύσιν του γρίφου και ίνα μη επιστρέψωσιν άνευ αποτελέσματος. Ούτω και εγένετο. Οι Αξιωματικοί επανεύρουν τους γέροντας και ηπείλησαν αυτοίς, ότι αν δεν αποκαλύψωσι τον γρίφον, θα αναγκασθούν να μεταφέρουν μερικούς εξ αυτών εις Αθήνας. «Άι ρε πιδάκι μ’, είπεν γέρον τις. Για αυτό χουλουσκάτι. Σπουδαίος ο κανόνας. Μι του 2, δεν τρώμι ψουμί τη μέρα απού ψίνιτι. Πρέπ’ να αργάσ’ , δυό μέρις γιατί μας βαραίν’ του στουμάχ’. Μι του 5 δεν πίνουμι κρασί αν δεν έχουν πιράσ’5 χρόνια απ’ τουν τρύγου τ’. Είναι του καλύτερου. Κι μι του 8 σημαίν’ πως ιμείς με τσι μανιές κάνουμε έρουτα κάθε 8 μέρις. Αλλά όταν κάνουμι έρουτα σειέτι ούλους ου Όλυμπους».
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου