Στο μεταξύ όμως και ενώ σημειώνονται όλο και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι τεράστιες πυρκαγιές στον αρκτικό κύκλο (Αλάσκα, Σιβηρία και Σουηδία), που απελευθέρωσαν ήδη στην ατμόσφαιρα όσο διοξείδιο του άνθρακα εκπέμπει σε ένα χρόνο το Βέλγιο, και ενώ οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι τα μόνιμα παγωμένα εδάφη (permafrost) του αρκτικού Βορρά λειώνουν 70 χρόνια νωρίτερα από τις προβλέψεις τους, απειλώντας να απελευθερώσουν τα τεράστια αποθέματα αερίων του θερμοκηπίου που σκεπάζουν, οι επιστήμονες συγκλίνουν ότι δεν έχουμε 12 χρόνια, αλλά 18 μήνες για να σώσουμε τον πλανήτη!
«Αν αμελήσουμε να λάβουμε τα αναγκαία μέτρα έως το τέλος του 2020, ο κόσμος μας θα δεχτεί μοιραίο πλήγμα», υπογράμμισε ο Hans Joachim Schellnhuber, ιδρυτής και επίτιμος Διευθυντής του Ινστιτούτου του Πότσνταμ για το κλίμα. Ενώ ο Βρετανός πρίγκιπας Κάρολος τόνισε, μιλώντας πρόσφατα στους υπουργούς Εξωτερικών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας: «Είμαι βαθειά πεπεισμένος ότι οι επόμενοι 18 μήνες θα αποφασίσουν αν είμαστε ικανοί να διατηρήσουμε την κλιματική αλλαγή σε επίπεδα επιβίωσης και να αποκαταστήσουμε την ισορροπία της φύσης στα επίπεδα που χρειαζόμαστε για την επιβίωσή μας»,
Η «προθεσμία» του 2020 προκύπτει από το γεγονός ότι τα κράτη χρειάζονται διάστημα τουλάχιστον πέντε με δέκα χρόνια για να προσαρμόσουν την ενεργειακή τους πολιτική. Αν δεν αναληφθούν εγκαίρως, μέχρι και το 2020, ή δεν τηρηθούν εγκαίρως οι σχετικές δεσμεύσεις, δεν θα περιορισθούν οι εκπομπές στο 45% έως το 2030. Παρά το γεγονός ότι τα κράτη υπέγραψαν τη συμφωνία των Παρισίων, με αντικειμενικό σκοπό να διατηρήσουν την αύξηση της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς μέχρι το 2100, στην πράξη δεν ενεργούν για να το πετύχουν και με τους σημερινούς ρυθμούς καύσης ορυκτών καυσίμων η θερμοκρασία θα ανέβει κατά 3 βαθμούς έως το 2100, θέτοντας σε κίνδυνο την επιβίωση του ανθρώπου και των ανώτερων μορφών ζωής στον πλανήτη.
Το πρώτο μεγάλο διπλωματικό ραντεβού για το κλίμα είναι η ειδική Συνάντηση Κορυφής που συγκάλεσε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, για τις 23 Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη. Ο κ. Γκουτέρες μάλιστα κατέστησε σαφές ότι θέλει να έρθουν οι χώρες στη συνάντηση, μόνο αν έχουν να παρουσιάσουν σχέδια βελτίωσης των σχεδίων τους για τη μείωση των εκπομπών. Πιστεύεται, όμως, ότι το αποφασιστικό βήμα θα είναι η Διεθνής Κλιματική Διάσκεψη (COP26) στην Βρετανία τον Νοέμβριο του 2020.
Είναι πάντως ενθαρρυντικό ότι η διάδοση των πληροφοριών για την κλιματική αλλαγή και το τι σημαίνει για την ανθρωπότητα, αλλά και το εύγλωττο παράδειγμα ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι πρωτοφανείς καύσωνες στην Ευρώπη, ο καταστροφικός τυφώνας στη Μοζαμβίκη, η εκτεταμένη ξηρασία στην Ινδία και πολλά άλλα (υπολογίζεται ότι σημειώνεται παγκοσμίως μία καταστροφή την εβδομάδα, αλλά δεν παίρνει συνήθως διεθνή δημοσιότητα, εκτός αν είναι πολύ μεγάλη), αρχίζουν και ευαισθητοποιούν την κοινή γνώμη, στη Δύση τουλάχιστον, όπως φάνηκε από το διεθνές μαθητικό κίνημα εναντίον της κλιματικής αλλαγής, τις επιτυχίες των Πρασίνων σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών, το κίνημα Extinction Rebellion, την ενσωμάτωση της οικολογικής προβληματικής στο συνεχιζόμενο επί επτά μήνες κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων (έστω και με μηδαμινή σχεδόν κάλυψη από τα διεθνή ΜΜΕ, λες και δεν είναι είδηση οι διαδηλώσεις επί σαράντα σχεδόν Σαββατοκύριακα σε μια από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες!). Αυξάνεται, έτσι, η πίεση στις κυβερνήσεις για την ανάληψη δράσης, έστω και αν αυτή η πίεση είναι ακόμα τελείως δυσανάλογη προς τη σημασία ενός προβλήματος που απειλεί την ίδια την επιβίωσή μας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες συζητείται η πράσινη New Deal, κάτι που θα ήταν αδιανόητο πριν μερικά χρόνια. Ορισμένα κράτη έκαναν σημαντικές προόδους όπως η Βρετανία που νομοθέτησε για μηδενικές εκπομπές το 2050, αν και η Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή του Ηνωμένου Βασιλείου προειδοποίησε την κυβέρνηση ότι δεν αρκεί να νομοθετεί, αλλά πρέπει και να τα εφαρμόζει! Άλλα κράτη, όμως, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και η Ρωσία ανθίστανται και παρεμβάλλουν εμπόδια. Πολύ μεγάλη σημασία θα έχει ασφαλώς το αν επανεκλεγεί ή όχι Πρόεδρος ο Τραμπ, που είναι αντίθετος με κάθε μέτρο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αλλά και έχει επιβάλλει περιορισμούς στους κρατικούς επιστημονικούς οργανισμούς των ΗΠΑ να μην ερευνούν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής μετά το 2050, για να μην αυξάνουν την πίεση να ληφθούν μέτρα. Επανεκλογή του θα παρεμβάλλει μεγάλα εμπόδια στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων και θα οδηγήσει στην αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία των Παρισίων. Μη επανεκλογή του, ενδέχεται να οδηγήσει σε αντιστροφή της σημερινής αμερικανικής πολιτικής και να αποτελέσει μείζονα συμβολή στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Αν δεν γίνει τίποτα ουσιαστικό στην COP26 δεν θα μπορέσουμε να κρατήσουμε την αύξηση θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς, λέει ο καθηγητής Michael Jacobs, του Πανεπιστημίου του Sheffield, πρώην σύμβουλος για το κλίμα του πρωθυπουργού Gordon Brown και εξηγεί ότι «αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται τίποτα που να μοιάζει με επαρκή κατανόηση του προβλήματος και αντίστοιχη δέσμευση για δράση μεταξύ των ηγετικών κρατών».
Αλλά τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι κρίσιμα, όχι μόνο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και άλλων οικολογικών προβλημάτων πολύ μεγάλης σημασίας, που συγκλίνουν άλλωστε με την υπερθέρμανση του πλανήτη, απειλώντας να τον κάνουν τελικά ακατοίκητο. Πρόκειται για την επιταχυνόμενη εξαφάνιση των ειδών, που, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ θα οδηγήσει σε εξαφάνιση ενός εκατομμυρίου εντός των επομένων δεκαετιών, με το 40% των αμφιβίων και το 14% των πτηνών σε άμεσο κίνδυνο. Μια διεθνής συνάντηση για την προστασία των ειδών θα γίνει του χρόνου στην Κίνα και θα επιχειρηθεί να ληφθούν μέτρα για βιώσιμη γεωργία και αλιεία, θέτοντας όρια στην αποψίλωση των δασών. Επίσης, το 2020 θα συγκληθεί η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας για να διαπραγματευθεί μια νέα παγκόσμια συνθήκη για τους ωκεανούς, οι οποίοι και υπερθερμαίνονται και μολύνονται και υποβαθμίζονται.
Βέβαια, από τη διπλωματική και την κινητικότητα διεθνών δημοσίων σχέσεων, έως την αποτελεσματική δράση υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και δεν είναι βέβαιο ότι θα διανυθεί αν δεν πιεσθούν οι κυβερνήσεις πολύ πιο έντονα από όσο πιέζονται σήμερα.
Από τον Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο, δημοσιογράφο του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων