Στις πρόσφατες εθνικές εκλογές ο κυρίαρχος ελληνικός λαός εξέδωσε την ετυμηγορία του και στον κάθε κομματικό σχηματισμό καθιέρωσε τον ρόλο του. Με την έκφραση της θέλησής του έδωσε ισχυρή εντολή στη Νέα Δημοκρατία και στον κ. Μητσοτάκη να κυβερνήσουν τον τόπο. Στον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ ανέθεσε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην κ. Γεννηματά και το ΚΙΝΑΛ, τον κ. Κουτσούμπα και το ΚΚΕ, τον κ. Βελόπουλο και την Ελληνική Λύση και τον κ. Βαρουφάκη και το ΜεΡΑ25, ανέθεσε την εκπροσώπηση της ήσσονος αντιπολίτευσης. Η έκφραση της λαϊκής στέρησης, είναι απολύτως σεβαστή, αλλά δεν αποκλείεται η αξιολόγηση και η διατύπωση της αντίθεσης.
Ο ελληνικός λαός θέλησε να κυβερνηθεί από τη συντηρητική παράταξη της Ν.Δ. και τον αρχηγό της τον οποίο και ευχόμαστε να έχει επιτυχή διαχείριση των προβλημάτων και ορθή άσκηση της εξουσίας προς ικανοποίηση του κοινού συμφέροντος καθώς και στην ανοδική πορεία του τόπου μας.
Ο κ. πρωθυπουργός σχημάτισε κυβέρνηση με 51 μέλη και παραβιάζοντας την αρχική του δήλωση που ήθελε κυβερνητικό σχήμα ολιγομελές και ευκίνητο. Κατά τη γνώμη μου, κατέχεται από έντονη επιθυμία να επιτύχει θετικά αποτελέσματα στη διακυβέρνηση της χώρας και υπέπεσε εις ατόπημα, προτείνοντας την υπουργοποίηση της κ. Μενδώνη ως υπουργού Πολιτισμού και του κ. Χρυσοχοΐδη ως υπουργού Προστασίας του Πολίτη που ήταν μέλη του ΚΙΝΑΛ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπήρχε συναλλαγή μεταξύ του κ. πρωθυπουργού και των δύο υπουργών. Οι από το ΚΙΝΑΛ προερχόμενοι υπουργοί με την απόφασή τους να προσχωρήσουν στη Ν.Δ. και να αποκτήσουν υπουργικό θώκο απέδειξαν ότι στερούνται πολιτικού ήθους, και διαβρώνουν το πολιτικό σύστημα και καθιστούν τον πολιτικό κόσμο αναξιόπιστο.
Τα στελέχη που υπηρετούν μια κομματική παράταξη, δεν επιτρέπεται να μεταπηδούν και να κάνουν άλματα στην αντίπαλη παράταξη.
Ο ελληνικός λαός έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ και την προοδευτική παράταξη το 31,5% των ψήφων. Ποσοστό που την ήττα του δεν την χαρακτηρίζει συντριβή, αλλά αντιθέτως εξασφαλίζει σ’ αυτόν μια δυναμική αξιωματική αντιπολίτευση και έναν ηγεμονισμό στον αντίπαλο χώρο της Ν.Δ.. Κατά τη γνώμη μου ο λαός αστόχησε διότι δεν έλαβε υπ’ όψιν του τα λάθη, τις παραλήψεις, τα ψεύδη, τον λαϊκισμό, τον κομματισμό και γενικά τις απαράδεκτες νομοθετικές παρεμβάσεις, την επιβολή υπέρμετρων φόρων και αβάσταχτων ασφαλιστικών εισφορών, το τσάκισμα της μεσαίας τάξης, την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου με όλες τις επαχθείς συνέπειες για τον λαό. Υπάρχει γενική ομολογία ότι ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ με τις προγραμματικές εξαγγελίες, έπεισαν τον λαό να προσφέρει το παραπάνω ποσοστό ψήφων που του χαρίζει την ιδιότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κατά την προσωπική μου γνώμη ο λαός αδίκησε το ΚΙΝΑΛ με το ποσοστό ψήφων 8,1% και δεν πείστηκε από το πρόγραμμά του, το οποίο ήταν παραπλήσιο με το πρόγραμμα της Ν.Δ. και ίσως πιο προοδευτικό. Δεν έλαβε υπ’ όψιν τις παρεμβάσεις της κ. Γεννηματά στη Βουλή, δεν επηρεάστηκε από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες κου ΚΙΝΑΛ που ξεχώρισαν για την προοδευτικότητα και την προοπτική του τόπου. Ως παράδειγμα αναφέρω τη νομοθετική πρωτοβουλία στην αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας. Η κ. Γεννηματά και το ΚΙΝΑΛ θα ψηφίσουν κάθε θετικό μέτρο και θα συμβάλουν εις την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης του τόπου και εις την άσκηση γόνιμης αντιπολίτευσης.
Ο ελληνικός λαός θα έπρεπε τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ να περιορίσει την πολιτική του δύναμη και να τον τιμωρήσει για την κακή άσκηση της εξουσίας, για τον λαϊκισμό και τον κομματισμό που έβλαψαν καίρια τον τόπο μας. Με την ψήφο του έπρεπε να δώσει κυβέρνηση συνεργασίας με πρώτο κόμμα τη Ν.Δ. και όχι αυτοδύναμη κυβέρνηση στη Ν.Δ. Γιατί η αυτοδυναμία εμπεριέχει αλαζονεία, αυταρχικότητα, περιορισμένες αντιλήψεις για περιορισμένο κοινωνικό κράτος.
Ο λαός με την απόφασή του, απέδειξε ότι είναι ένας ογκόλιθος, ένας δημιουργός, ένας ακούραστος οικοδόμος και γεμάτος ελπίδες όπως αναφέρει ο Σάνμπουργκ;
Κατά τη γνώμη μου ο λαός εξέδωσε εσφαλμένη ετυμηγορία διότι έδωσε ισχυρή αυτοδυναμία στη Ν.Δ., κατέστη αξιωματική αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ το περιόρισε στην ήσσονα αντιπολίτευση και κομπάρσο στα πολιτικά δρώμενα.
Από τον Γιάννη Θεούλη, επίτιμο δικηγόρο