Διήγημα

Αίθουσα αναμονής

Δημοσίευση: 18 Ιουν 2019 16:34

Ησυχία και οι χτύποι του ρολογιού ρυθμικοί και εκνευριστικοί. Τα δύο δερμάτινα σαλόνια, ασφυκτικά γεμάτα. Η αγωνία και η καρτερικότητα διάχυτη στα πρόσωπα εκείνων των ανθρώπων. Τα μάτια καρφωμένα στις κλειστές πόρτες.

Σε μια απόμερη γωνιά του τεράστιου εκείνου διαδρόμου συγκεντρωμένη η... ελπίδα. Δυο - τρεις εικόνες τοποθετημένες σ’ ένα ξύλινο αναλόγιο κι ο διάκοσμος στην τζαμαρία αγιογραφημένος. Δίπλα ένα μανουάλι γεμάτο αναμμένες λαμπάδες...

Μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, μια νέα γυναίκα με δάκρυα στα μάτια και με χέρι που έτρεμε προσπαθούσε να στερεώσει ένα κερί.

Η Νίκη- αυτό ήταν το όνομα της γυναίκας που προσευχόταν- κάθισε σε μια γωνιά και με το βλέμμα στο κενό, έμοιαζε να μην επικοινωνεί με το περιβάλλον. Πάλι δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της.

Σε κάποια στιγμή ψιθύρισε. «Γιατί Χριστέ μου... Είναι άδικο. Ακόμα δεν πρόλαβα να ζήσω!» Σηκώθηκε πάλι και κατέβηκε στον κάτω όροφο του μεγάλου εκείνου νοσοκομείου. Μα κι εκεί πόνος, κι εκεί δυστυχία και αγωνία.

Η ώρα περνούσε, πλησίαζε δώδεκα. Η Νίκη έπρεπε ν’ ανέβει επάνω στο αντικαρκινικό. Σε λίγο θα είχε στα χέρια της τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων. Κάπου σε μια γωνιά της ψυχής της υπήρχε μια αμυδρή ελπίδα. Δεν την ενίσχυε όμως, γιατί ήταν σίγουρο πως ήταν καταδικασμένη... Οι προηγούμενες εξετάσεις ήταν άσχημες. Δεν ήθελε να το πιστέψει, ήθελε να δοκιμάσει και σ’ άλλο νοσοκομείο, πιο μεγάλο και ίσως καλύτερο με μηχανήματα καινούρια και σύγχρονα, τελευταία λέξη της τεχνολογίας, έτσι της είπαν.

Και νάτη τώρα σ’ αυτό το νοσοκομείο, μια δυστυχισμένη κι αυτή, μέσα σ’ εκείνη τη συγκέντρωση της δυστυχίας.

Εκεί που ο ανθρώπινος πόνος πολλές φορές ποδοπατιέται, η αξιοπρέπεια κουρελιάζεται, απ’ τους ανθρώπους του καθήκοντος. Εκεί που οι άνθρωποι εκλιπαρούν ένα χαμόγελο, μια αξιοπρεπή αντιμετώπιση, μα που συχνά αντί γι’ αυτά βρίσκουν σκληρότητα, κυνισμό, αδιαφορία.

Σέρνοντας τα βήματά της η Νίκη ανέβηκε τη σκάλα. Ήθελε να τελειώνει μια ώρα γρηγορότερα, να βγει έξω ν’ αναπνεύσει, να φύγει μακριά απ’ αυτό το κτίριο, που θαρρείς πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κινούνταν εκεί μέσα, είχαν στις φλέβες τους και λίγο θάνατο...

Πριν φύγει απ’ το σπίτι ο άντρας της το πρωί της είχε πει. «Κάποια στιγμή θα πεταχτώ απ’ τη δουλειά μου στο νοσοκομείο να πάρω εγώ τις εξετάσεις, μην πας εσύ καλή μου. Δεν θέλω να ταλαιπωρηθείς και να δεις που όλα θα πάνε καλά... Κάποιο λάθος έχει γίνει... Μα είσαι μια χαρά, δεν το αισθάνεσαι;».

Εκείνη όμως δεν μπόρεσε να μείνει στο σπίτι. Πήρε τους δρόμους απ’ το πρωί. Δεν την ένοιαξε πότε θα μαγειρέψει κι αν θα φτιάξει το σπίτι ή πότε θα παραδώσει εκείνες τις μεταφράσεις στο περιοδικό όπου εργαζόταν. Εκείνη την ημέρα την έβλεπε αλλιώς τη ζωή. Περπατούσε στους δρόμους της πόλης ώσπου να φθάσει στο νοσοκομείο και σκεφτόταν τα χρόνια που πήγαν χαμένα.

Και τώρα...! Τώρα που ένιωσε εκείνο το τράνταγμα, πώς ν’ αυξήσει τις μέρες της, για να μπορέσει να τις ζήσει! Να τις ζήσει πραγματικά. Ήθελε να περπατήσει άσκοπα στους δρόμους της πόλης τις ηλιόλουστες μέρες, μα δεν το έκανε. Λαχταρούσε να βγει στην εξοχή, την άνοιξη, να ξαπλώσει στο χορτάρι, να ξεχαστεί ώρες, να την πάρει η νύχτα, να παρακολουθήσει ένα αγριολούλουδο πώς κλείνει τα πέταλά του τη νύχτα και πώς ανοίγει σιγά - σιγά, με το ξημέρωμα.

Δεν μπόρεσε ποτέ να χαρεί τέτοιες στιγμές όμορφες, να δει με τα μάτια της το θαύμα της ζωής. Δεν είχε χρόνο, ούτε εκείνη, ούτε ο άντρας της. Δούλευαν υπερωρίες για να τα βγάλουν πέρα.

Ήταν νέοι, έπρεπε να δημιουργήσουν κάτι, θα έκαναν παιδιά αργότερα, πώς θα ζούσαν;

Γιατί τόση φροντίδα αλήθεια για το αύριο; Αφού το σήμερα μόνο είναι δικό μας!

Ανεβαίνοντας τη σκάλα η Νίκη σκεφτόταν όλα ετούτα και πάλι δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Κάποια στιγμή, ανάμεσα στον κόσμο, εκεί στην αίθουσα αναμονής, αντίκρισε δύο γνωστά κι αγαπημένα μάτια, πήγε κοντά. «Κώστα, εδώ είσαι;». «Γιατί αγάπη μου ήρθες; Δεν σου είπα πως θα έπαιρνα εγώ τις εξετάσεις;». «Αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα να τα εξηγήσεις Κώστα. Αρκέσου στο ότι δε με χωρούσε το σπίτι...». Αλλά μια αδελφή έκανε την εμφάνισή της σε μια απ’ τις κλειστές πόρτες. «Νίκη τάδε...» είπε κι εξαφανίστηκε. Η Νίκη κι ο Κώστας ακολούθησαν τα ίχνη της...

Η καρδιά τους πήγαινε να σπάσει. Ένιωθαν σαν να ήρθε η ώρα να τους οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν υπάρχει διαφορά σ’ ένα θάλαμο αναμονής, ίδια είναι τα συναισθήματα όταν περιμένεις τέτοια αποτελέσματα.

Η κοπέλα έβγαλε αργά απ’ το συρτάρι της κάποια χαρτιά, τα κοίταξε προσεχτικά και ύστερα... «Δεν υπάρχει τίποτα κυρία μου... Όλα αρνητικά... Θα σας το πουν και οι γιατροί...». Η Νίκη ένιωσε το έδαφος να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια της. Ο Κώστας έπιασε το χέρι της και το έσφιξε τόσο δυνατά που κόντεψε να φωνάξει».

Αυτή η λέξη, «αρνητικά» ήχησε παράξενα στ’ αυτιά τους. Αλήθεια! Είναι πολύ σπουδαία λέξη, σπάνιας ομορφιάς, πώς δεν την είχαν προσέξει ως τώρα;

Άρπαξαν τα χαρτιά, βγήκαν στον δρόμο, αγκαλιάστηκαν, έκλαψαν από χαρά, αγνόησαν τους περαστικούς που τους κοίταζαν παράξενα, γιατί ίσως τους περνούσαν για τρελούς, τραγούδησαν, γέλασαν τρανταχτά και προχώρησαν σφιχτά αγκαλιασμένοι, χωρίς να κοιτάζουν το ρολόι.

Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

SYNERGEIO
ΛΙΟΠΡΑΣΙΤΗΣ

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass