Οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν σ’ αυτούς τους νόμους και να τους τηρούν κατά γράμμα.
Σε κάθε χώρα βεβαίως υπάρχουν και οι αναρχικοί που παίρνουν στα χέρια τους την εξουσία και τότε γίνεται η χώρα… μπάχαλο.
Χωρίς να εξαιρείται η δική μας, που τα Εξάρχεια στην Αθήνα έγιναν «κράτος εν κράτει».
Φοβούνται οι άνθρωποι της περιοχής, οι νομοταγείς πολίτες να βγούνε απ’ τα σπίτια τους, να κυκλοφορήσουν στους δρόμους, να πάνε στις δουλειές τους, να ανοίξουν τα μαγαζιά τους, να ζήσουν ελεύθερα.
Φοβάται ακόμα και η αστυνομία να πλησιάσει. Οφείλουμε λοιπόν όλοι να τηρούμε τους νόμους, για την τάξη και την ισορροπία, όπως είπαμε παραπάνω.
Όμως συνάνθρωποι, το κράτος ας βρει τρόπους να… δαμάσει αυτά τα ανήμερα θεριά, τους αναρχικούς, τους κουκουλοφόρους, που καταστρέφουν και ρημάζουν τη χώρα και ύστερα ταμπουρώνονται μέσα στα πανεπιστήμια, που υπάρχει το άσυλο και ας αφήσει τη γριούλα που πουλάει χόρτα στη λαϊκή για να βγάλει ένα… δεκάρικο και δεν έχει άδεια.
Έκανε ώρες σκυμμένη στο χωράφι με χίλιους πόνους στο κορμί της, για να βγάλει αυτά τα χόρτα και να έχει ένα χαρτζιλίκι ν’ ανάψει ένα κεράκι στην εκκλησία. Και η άλλη η γερόντισσα, που πουλούσε τερλίκια, έτσι τα λέμε στο χωριό μου, (πλεκτά παντουφλάκια) για να βγάλει κι αυτή το χαρτζιλίκι της. Τις κουβάλησαν λοιπόν τις γριούλες με το περιπολικό στο τμήμα, θα το θυμόμαστε φαντάζομαι.
Εκείνες ήθελαν να πάνε με τα πόδια, για να μην χάσουν την αξιοπρέπειά τους.
Ναι φίλοι μου, έχουν και οι φτωχοί αξιοπρέπεια, ακόμα και οι ζητιάνοι. Άλλο αν η ζωή τούς καταδίκασε στην ανέχεια και στη φτώχεια.
Και άκουσον άκουσον, τις έριξαν πρόστιμο, διακόσια ευρώ…
Αυτά είναι για γέλια και για κλάματα. Καλοί μου κύριοι, πιάστε τους φοροφυγάδες τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους μιζαδόρους και φακελάκηδες, που τα… τσεπώνουν και ύστερα κυκλοφορούν με το … κεφάλι ψηλά μέσα στην κοινωνία.
Και τι έγινε που πήρατε διακόσια ευρώ απ’ τις γριούλες, σώθηκε η κατάσταση; Βγήκαμε απ’ την κρίση;
Αλλά οι μεγαλοαπατεώνες δεν πιάνονται. «Όποιος ξέρει να κλέψει, ξέρει και να κρύψει», λέει ο λαός.
Ένας σοφός γέροντας, ο μπαρμπανικολάκης -όπως τον φώναζαν- που ήταν και παππούς μου, έλεγε: «Στον ιστό της αράχνης πιάνονται τα μυγάκια και τα κουνουπάκια, οι μεγάλες μύγες και τα νταβάνια, (μεγάλα έντομα) τον σχίζουν και φεύγουν».
Αυτά τα… νταβάνια λοιπόν, πατάνε επί πτωμάτων, δεν σέβονται κανέναν νόμο, η μόνη τους έννοια είναι πώς θα φουσκώσουν το πορτοφόλι τους. Ίσως νομίζουν πως θα είναι αιώνια πάνω στη γη, ή αν… φύγουν θα τα… πάρουν μαζί τους…
Καημένα, κακόμοιρα ανθρωπάκια. Δύο μέτρα γη σας ανήκουν και εσάς κι εμένα και τις γριούλες με τα χόρτα και τα τερλίκια.
Της Καλλίτσας Γκουράβα - Δικτά, συγγραφέα