Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας πέρασε μέσα από το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε με ευφροσύνη στο λιμάνι της Ανάστασής του. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι διανύσαμε τον δρόμο της νηστείας πρόθυμα, με ζέουσα προαίρεση και αγώνες για την αρετή, και όσοι υστερήσαμε από ολιγωρία και μικροψυχία, επειδή Αυτός είναι που χαρίζει γενναιόδωρα στους αγωνιστές τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους και στους ασθενέστερους πάλι ως ελεήμων και φιλάνθρωπος χαρίζει τη συγγνώμη. Γιατί βέβαια υπολογίζει πιο πολύ την προαίρεση των ψυχών μας παρά τους σωματικούς κόπους, και αναλόγως ανταποδίδει τα έπαθλα και τα χαρίσματα του Πνεύματος.
Το μυστήριο της Ανάστασης. Ας εξετάσουμε όμως με προσοχή ποιο είναι αυτό της Ανάστασης του Χριστού και Θεού μας, που συντελείται μυστικώς σ’ όσους το ποθούμε, πώς δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα και πώς ενώνεται με τις ψυχές και ανασταίνεται συνανασταίνοντας μαζί του κι εμάς: Ο Χριστός και Θεός μας, αφού κρεμάστηκε στο σταυρό, σταύρωσε πάνω σ’ αυτόν την αμαρτία του κόσμου κι αφού γεύτηκε τον θάνατο, κατέβηκε στα κατώτατα του Άδη. Όπως λοιπόν τότε ανεβαίνοντας από τον Άδη επέστρεψε στο άχραντο σώμα του-από το οποίο δεν αποχωρίστηκε καθόλου-Κι αμέσως αναστήθηκε και μετά ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι ακριβώς και τώρα, όταν εμείς εξερχόμαστε από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετάνοιας και της ταπείνωσης, αυτός ο ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει. Έτσι παρέχει τη δυνατότητα σ’ εκείνον που αναστήθηκε μαζί του να βλέπει τη δόξα της μυστικής του ανάστασης.
Η Ανάσταση είναι δική μας. Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, των κάτω κειμένων. Γιατί πώς θα αναστηθεί αυτός που ποτέ δεν έπεσε σε αμαρτία, καθώς είναι γραμμένο, ούτε αλλοιώθηκε στο ελάχιστο η δόξα του; Ή πώς θα δοξαστεί εκείνος που είναι υπερδοξασμένος και εξουσιάζει τα σύμπαντα; Η Ανάσταση και η δόξα του Χριστού, καθώς είπαμε, είναι η δική μας δόξα. Αφ’ ότου δηλαδή εκείνος οικειοποιήθηκε την ανθρώπινη φύση, όσα ενεργεί σ’ εμάς, τα επιγράφει στον εαυτό του. Η ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωσή της με τη ζωή. Όπως ακριβώς το νεκρό σώμα δεν μπορεί να ζει, αν δεν δεχτεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και δεν σμίξει άμικτα μ’ αυτή, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, αν δεν ενωθεί άρρητα κι ασύγχυτα με το Θεό, που είναι η όντως αιώνια ζωή. Είναι δηλαδή νεκρή, πριν από την εν γνώσει και οράσει και αισθήσει ένωσή της με το Χριστό, κι ας είναι νοερή κι αθάνατη από τη φύση της. Γιατί ούτε γνώση χωρίς όραση υπάρχει, ούτε όραση χωρίς αίσθηση. Τι εννοούμε. Έχουμε την όραση, και μέσα στην όραση τη γνώση και την αίσθηση. Αυτά τα λέμε για τα πνευματικά ζητήματα, γιατί στα σωματικά και χωρίς όραση υπάρχει αίσθηση: Ο τυφλός π.χ. αισθάνεται, όταν χτυπήσει το πόδι του στην πέτρα, ενώ ο νεκρός όχι. Αλλά στα πνευματικά θέματα, αν ο νους δεν έλθει σε θεωρία των υπέρ έννοιαν, δεν αισθάνεται τη μυστική ενέργεια της Χάριτος. Εκείνος λοιπόν που ισχυρίζεται ότι την αισθάνεται, προτού θεωρήσει τα υπέρ νουν και λόγον και έννοιαν, μοιάζει με τον τυφλό, που καταλαβαίνει μεν τα καλά ή τα κακά που παθαίνει, μα δεν αντιλαμβάνεται ούτε κι αυτά ακόμη που είναι μπροστά του και μπορεί να του προξενήσουν τη ζωή και τον θάνατο. Γιατί τα επερχόμενα σ’ αυτόν κακά ή καλά δεν τα αισθάνεται καθόλου, επειδή στερείται της οπτικής δύναμης και αίσθησης, γι’ αυτό, όταν σηκώνει το ραβδί για να αμυνθεί, κάποτε χτυπά τον φίλο του αντί τον εχθρό του, που στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελούν.
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο