Έσυρε τα βήματά της ως την κουζίνα, έφτιαξε έναν δυνατό καφέ και κάθισε στο σαλονάκι της να το ν πιεί και να σκεφθεί. Πήρε το κεφάλι στα χέρια, χιλιάδες σκέψεις όρμησαν απ’ όλες τις γωνιές του μυαλού της. Πού την πήγαινε η ζωή; Ή πού πήγαινε αυτή τη ζωή της!
Η Ειρήνη ήταν ένα ωραίο κορίτσι μοναχοπαίδι, καταγόταν από ένα χωριό της Θεσσαλίας.
Οι γονείς της δύο καλοκάγαθοι αγράμματοι αγρότες, δεν μπόρεσαν να τη σπουδάσουν. Τελείωσε το Λύκειο στην πόλη, με πολλές στερήσεις από τη μεριά των γονιών, που δυσκολεύονταν ακόμα και το ενοίκιο να πληρώσουν, και αποφάσισαν ότι έπρεπε η Ειρήνη να βρει μια δουλειά.
Στις μέρες μας όμως οι δουλειές είναι σπάνιες και μάλιστα όταν το εφόδιο είναι μόνο ένα απολυτήριο Λυκείου. Κάποτε μετρούσε πολύ. Μ’ αυτό το εφόδιο οι άνθρωποι έμπαιναν στο Δημόσιο, σε τράπεζες και σε άλλες αξιόλογες θέσεις.
Αλλά τώρα; Μ’ αυτή την κρίση; Όσο κι αν έψαξε η Ειρήνη δεν μπόρεσε να βρει τίποτα. Μια φίλη της που εργαζόταν σε μπαρ, της πρότεινε να κάνει κι αυτή το ίδιο. Δεν δίστασε καθόλου, αφού δεν είχε άλλη επιλογή και τα έξοδα έτρεχαν.
Η φίλη μίλησε στο αφεντικό και τη δέχτηκε ευχαρίστως μόλις τη γνώρισε. Όπως είπαμε ήταν αρκετά ευπαρουσίαστη. «Εδώ θα τα οικονομήσεις… άγρια αρκεί να θέλεις», της είπε ο καταστηματάρχης. Η Ειρήνη δεν κατάλαβε αυτόν τον υπαινιγμό, αλλά της εξήγησε η φίλη της.
«Να πώς να σου το πω, κάνουμε… συντροφιά μερικά βράδια και σε κάποιους εργένηδες, συμπολίτες της υψηλής κοινωνίας, ωραίους και… φραγκάτους».
Η Ειρήνη δίστασε λίγο στην αρχή, μια φωνή μέσα της έλεγε «όχι» αλλά στο τέλος λύγισε, δελεάστηκε απ’ τα χρήματα.
Ήταν ένα κορίτσι στερημένο, δεν μπορούσε να έχει το ντύσιμο που ήθελε, ούτε να κάνει τη ζωή που ήθελε… Κι έτσι έπεσε στα δίχτυα του υποκόσμου και της πορνείας.
Και ο καιρός περνούσε, ένα αγκαθάκι ενοχής τρυπούσε την καρδιά της κάθε φορά που έβγαινε με κάποιον. Ήταν κι εκείνος ο συμμαθητής της που είχε σπουδάσει Θεολογία και την επισκεπτόταν συχνά και κουβέντιαζε μαζί της.
Δεν συνήθιζε βέβαια να κυκλοφορεί σε τέτοια μαγαζιά εκείνος, αλλά προσπαθούσε να τη βγάλει απ’ αυτόν το… βούρκο.
Τον τελευταίο καιρό τον άκουγε με μεγάλη προσοχή και τα λόγια του άγγιζαν την ψυχή της.
«Εδώ που έχω φθάσει εγώ τώρα, δεν με σώζει τίποτα».
Του είπε κάποια μέρα. Εκείνος της έπιασε τα χέρια. «Κάνεις λάθος» της είπε. «Ο Χριστός συγχώρεσε αμαρτωλούς, πόρνες και ληστές, σ’ εσένα θα κάνει εξαίρεση…!
Αρκεί να το θέλεις και να μετανοήσεις γι’ αυτή τη ζωή που κάνεις».
«Μα δεν βρίσκω πουθενά αλλού δουλειά, αν αφήσω αυτή πώς θα ζήσω»;
«Θα σε βοηθήσω κι εγώ, μην απελπίζεσαι, έχω έναν θείο που έχει πολυκατάστημα και ζητάει μια πωλήτρια αυτόν τον καιρό. Παράτα τα βρε κορίτσι μου, μην χάνεις την ψυχή σου. Σε εκτιμώ πολύ το ξέρεις, περάσαμε τόσα χρόνια στα θρανία μαζί!
Αυτά της είπε ο συμμαθητής στην τελευταία τους συνάντηση. Και όλα αυτά εκεί στο σαλονάκι που έπινε τον καφέ της, ερχόταν στο μυαλό της.
Μέγα Σάββατο σήμερα, ψιθύρισε, έχω μια βαθιά επιθυμία να πάω στην Ανάσταση, δεν θέλω να δουλέψω το βράδυ. Πήρε αποφασιστικά το τηλέφωνο.
«Κύριε Σάκη, δεν θα έρθω το βράδυ στη δουλειά, είμαι λίγο άρρωστη…» και το έκλεισε, χωρίς να περιμένει την απάντησή του.
Πέταξε το κινητό σε ένα συρτάρι και μπήκε στο μπάνιο. Είχε πάρει την απόφασή της, θα σταματούσε αυτή τη… βρόμικη δουλειά, είχε δίκιο ο συμμαθητής της. Στις 11 το βράδυ οι καμπάνες άρχισαν να χτυπάνε χαρμόσυνα. Ντύθηκε και κατέβηκε στον δρόμο. Κατευθύνθηκε προς την εκκλησία της ενορίας.
Ένα ελαφρό αεράκι τη χτύπησε στο πρόσωπο και ένιωσε όμορφα. Όταν έφθασε είχε λίγο κόσμο. Στάθηκε σε μια γωνίτσα απόμερη και γονάτισε.
Στις 12 ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη». Σηκώθηκε, την πήραν τα δάκρυα, έκανε τον σταυρό της και χαιρέτησε την εικόνα της Αναστάσεως.
Ένιωσε μέσα της μια αγαλλίαση, μια ευφορία, ένα «κάτι», που ήταν η δική της Ανάσταση…
Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά, λογοτέχνη