Στην εξόδιο ακολουθία τονίζεται, μάλιστα, ότι είναι, όντως, φοβερότατο το μυστήριο του θανάτου, ο βίαιος τρόπος, δηλ., με τον οποίο χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα, και με θεϊκό θέλημα κόβεται ο φυσικότατος δεσμός μεταξύ τους απ’ την αρμονία και συμφυΐα τους. Ως εκ τούτου, δικαιολογημένα, όλοι τον φοβόμαστε.
Εν τούτοις, ο φόβος αυτός μπορεί να μετριασθεί με διάφορους τρόπους, με πρώτο και καλύτερο να συνηθίσουμε στην ιδέα, ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος για όλους τους ανθρώπους και δεν αφορά μόνο τους άλλους, αλλά και τον καθένα μας ξεχωριστά. Και όχι μόνο αυτό επειδή έρχεται απρόσκλητος και δεν έχει επετηρίδα, πρέπει, έγκαιρα, να συνειδητοποιήσουμε, οι χριστιανοί τουλάχιστον, ότι μπορεί να μας προκύψει, ανά πάσα ώρα και στιγμή, οπότε και θα πρέπει, ακολουθώντας τις οδηγίες του Ευαγγελίου, να έχουμε, πάντα, έτοιμες τις αποσκευές μας για το μεγάλο ταξίδι, που οδηγεί στην αιωνιότητα. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
Πέραν τούτου, επειδή κρυφή επιθυμία της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι η αθανασία και αυτό, γιατί μας φοβίζει το άγνωστο και το βάρος των αμαρτιών μας, αναρωτηθήκαμε ποτέ, αλήθεια, σε ποια ηλικιακή περίοδο θα θέλαμε να σταθεροποιηθούμε, αν αυτό ήταν δυνατόν να συμβεί, για να είμαστε ικανοποιημένοι; Σ’ αυτήν της παιδικής ή εφηβικής ηλικίας, ή μήπως της ώριμης και γεροντικής, κατά τη διάρκεια της οποίας, συνήθως, έρχεται και μας βρίσκει ο θάνατος;
Αν, π.χ., προτίμησή μας είναι, να σταματήσει ο χρόνος, όσο είμαστε, ακόμη, παιδιά, έφηβοι ή λίγο μεγαλύτεροι, αναλογιζόμαστε, πόσα γήινα αγαθά θα χάναμε, αφού, τα όσα απολαμβάνουμε στην επίγεια ζωή μας, αποτελούν συνάρτηση και του ηλικιακού χρόνου, που διανύουμε, αλλά και της προσπάθειας για ξεπέρασμα των δυσκολιών της ζωής, που κάνει τα αγαθά πιο νόστιμα; Ή μήπως θέλουμε μαζί με τη νιότη να έχουμε κάθε τι, που ομορφαίνει και δίνει περιεχόμενο στην υπερκαταναλωτική κοινωνία μας; Μακάρι να γινόταν, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί, γιατί ο χρόνος είναι αδυσώπητος και προχωρά χωρίς σταματημό, αλλά και γιατί, για να εκτιμήσει κανείς ένα αγαθό, πρέπει να ξέρει ή ακόμη και να γευθεί το αντίθετό του κακό, αφού σύνολο αντιθέτων είναι η ζωή μας.
Αν, πάλι, με τις αδυναμίες, που κουβαλούμε, ήταν δυνατή η αθανασία επί γης, έχουμε σκεφθεί, πώς θα συμπεριφερόμασταν, καθημερινά, εφόσον ήμασταν σίγουροι, ότι η επόμενη μέρα θα μας έβρισκε ζωντανούς, αλλά και πόση γλύκα θα έχανε η ζωή μας, αν δεν υπήρχε ο φόβος του θανάτου;
Πέραν όλων αυτών, αν, παρά τον αγώνα και την προσπάθεια για καλύτερη ζωή, ήμασταν καταδικασμένοι, όχι μόνο να ζούμε στο περιθώριο, εφ’ όρου ζωής, αλλά και να υποφέρουμε από ανίατες ασθένειες ή αν η αθανασία μας προέκυπτε, αφότου μπαίναμε στο στάδιο της γεροντικής ηλικίας και κολλούσαμε σ’ αυτή υποφέροντας από γεροντική άνοια, εγκατάλειψη και από όσες άλλες ασθένειες πάσχουν τα γεράματα, πόσοι θα συνεχίζαμε να θεωρούμε το θάνατο τιμωρία και όχι λύτρωση;
Κοντολογίς, όλα, όσα δημιούργησε ο Κύριος, είναι με σοφία πλασμένα και εξυπηρετούν τη Θεία οικονομία, οπότε όλα έχουν τη σημασία τους. Αρχικά, άλλωστε, αθάνατους μας έπλασε και η επίγεια ζωή μας αποτελεί, ως γνωστόν, μια σύντομη δοκιμασία και παρένθεση. Και επειδή κατέβηκε στη γη από αγάπη προς τον άνθρωπο, και επειδή, ακόμη, με τη Σταυρική του θυσία και με την Ανάστασή Του νίκησε τον θάνατο, που, μέχρι τότε, θεωρούνταν ανίκητος, οι χριστιανοί δε θα πρέπει να βλέπουμε το φυσικό θάνατο ως τιμωρία, αλλά ως λύτρωση και ως γέφυρα, που οδηγεί στην αγκαλιά του Θεού και στην αθανασία. Αξίζει, γι’ αυτό, η έγκαιρη προετοιμασία και ο ενάρετος αγώνας, προκειμένου να την αξιωθούμε βρισκόμενοι στα δεξιά Του.
Μόνο, έτσι, σκεπτόμενοι και, έτσι, ενεργώντας μπορούμε, πραγματικά, να απολαμβάνουμε την επίγεια ζωή μας και να της δίνουμε περιεχόμενο και προοπτική για το μέλλον απαλλαγμένοι από φοβίες, που δημιουργούν η απιστία και οι αμαρτίες μας. Όλες οι άλλες απόψεις για τα επέκεινα και το θάνατο σεβαστές μεν, αλλά ατελείς και αδιέξοδες.
Από τον Κώστα Γιαννούλα