Από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας το 1881 έως το 1912 ανήκε διοικητικά στον Δήμο Ογχηστού. Η παλαιά του ονομασία ήτο Σουφλάρ και στις 19/1/1929 μετονομάσθη σε Κυπαρίσσια και προσηρτήθη εις την κοινότητα Μοσχοχωρίου (Μπεχτσιλέρ) αντί εις την κοινότητα Χάλκης (Μαϊμούλι) όπου υπήγετο. Τώρα ανήκει εις τον Δήμον Κιλελέρ.
Το χωριό μου με μεγάλη προσφορά ηρώων εις τον βωμόν της ελευθερίας της ενδόξου πατρίδος μας δεν έχει Μνημείο των πεσόντων Αγωνιστών εν τοις «Ιεροίς του Έθνους ημών αγώσι, πάλαι τε και επ’ εσχάτων των ημερών». Ξεκίνησαν τα παλικάρια του χωριού, όπως και όλης της Ελλάδος για τον πόλεμο ένα πρωινό σαν να πήγαιναν σε χαρά, σε πανηγύρι και πολέμησαν γενναία τα σιδερόφρακτα φουσάτα των φασιστών του Μουσολίνι και των ναζιστών του Χίτλερ και έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι ενάντια στους κατακτητές και έμειναν αιώνιοι φρουροί των συνόρων μας. Οι γονείς τους τα περίμεναν και ζούσαν με την ελπίδα του γυρισμού να τα καμαρώσουν. Δεν πέθαναν γέροντες και ανήμποροι παρά έδωσαν τη νιότη τους, το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδος μας.
Τι κάναμε εμείς γι’ αυτούς; Γιατί τους ξεχάσαμε; Γιατί; Και ούτε ένα μνημείο ως ελάχιστο δείγμα τιμής και μνήμης αλλά και προσφοράς κατά τας εθνικάς μας εορτάς. Πέρασαν κοινοτάρχες και κοινοτάρχες και μετά ο Δήμος με τοπικούς προέδρους και συμβούλους και τι έγινε; Η ένδοξη πατρίδα μας χώρα ηρώων, μαρτύρων, Αγίων από αρχαιοτάτων χρόνων απέδιδε θυσίες και σπονδές εις τους εντοπίους Θεούς και ήρωες. Στον επιτάφιο του Περικλέους γίνεται μνεία στους νεκρούς του πολέμου μεταφερομένους εις Κυπαρισσίνας Λάρνακας, αλλά και για τους αφανείς. (Μία δε κλίνη φέρεται κενή εστρωμένη των αφανών.) Σκοπός μου δεν είναι ο καταλογισμός ευθυνών σε κάποιους αλλά η αφύπνιση συνειδήσεων, τώρα μάλιστα που η πατρίδα μας περνάει δύσκολες ημέρες. Πόσο κοστίζει κύριοι ένα σακί τσιμέντου και μία πλάκα μαρμάρου για το μνημείο; Με εγχάρακτα το «Ανδρών γαρ επιφανών πάσα γη τάφος» ή το «Η Ελλάς ευγνωμονούσα υποκλίνεται» ή κάτι άλλο;
Όταν πήγαινα στο δημοτικό σχολείο με έβαζε ο δάσκαλος με άλλα παιδάκια και καρφώναμε κάτι σανίδια και κατασκευάζαμε ένα υποτυπώδες μνημείο, το ντύναμε με τα χρώματα της γαλανόλευκης και το τοποθετούσαμε στο μέσον της πλατείας του χωριού κατά τας εθνικάς εορτάς, όπου γίνονταν οι καταθέσεις στεφάνων και οι πρέπουσες τιμές. Από τότε τι έγινε; Γιατί ξεχάσαμε; Γιατί αργήσαμε; «Όλβιος όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν» Λαός που ξεχνάει την ιστορία του και δεν φροντίζει να διδαχθεί από το παρελθόν, ομοιάζει με δένδρον του οποίου του έκοψαν τις ρίζες και είναι καταδικασμένος σε παρακμή. Ας ανατρέξουμε για λίγο με το ταχύτερο όχημα του κόσμου, τον νου μας, και ας μεταφερθούμε σε εκείνα τα χρόνια τότε που σύσσωμος ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε και πολέμησε τον βάρβαρο κατακτητή που έσφαζε και σκότωνε από αρτίτοκα βρέφη έως ασπρομάλληδες γέροντες. Μονιασμένοι ας αναλογιστούμε τις ευθύνες μας.
Πιστεύω πως ο Δήμαρχος Κιλελέρ, ο οποίος διακρίνεται και διακατέχεται από αισθήματα φιλοπατρίας και ο οποίος κάνει μεγάλα έργα στα χωριά του Δήμου και πρόσφατα εξωράισε και ευπρέπισε τη βουβή πλέον μαθητική κυψέλη του χωριού και σε συνεργασία με τον φιλότιμο πρόεδρο της τοπικής μας κοινότητας, ο οποίος σε κάθε πρόβλημα των κατοίκων είναι παρών θα πράξουν το αυτονόητο. Παραθέτω τα ονόματα:
Α’ Παγκόσμιος πόλεμος 1918. Οι στρατιώτες: Μητρακόπουλος Γεώργιος και Σιαμπάνης Στέργιος.
Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922): ο Παπαδημητρίου Εμμανουήλ, λοχίας, φονεύεται το 1921 μετά από σκληρή μάχη κατά την προέλαση προς τον Σαγγάριο ποταμό.
Το 1940 – 41 οι: Παπαδημητρίου Δημήτριος, Σαλαβάτης Αναστάσιος και Μόγιας Δημήτριος. Το 1949 ο λοχίας Χατζάρας Γεώργιος. Θα ήταν παράλειψή μου και ασέβεια προς τους νεκρούς αν δεν είχα αναφερθεί και σ’ ένα δεκάχρονο ορφανό αγόρι τον Αντώνη τον Γουτούλη με καταγωγή από το χωριό Μόδεστος (Σαρχανλάρ), το οποίο διέμεινε στα Κυπαρίσσια με συγγενείς του και σκοτώθηκε το καλοκαίρι του 1944 λίγο έξω από το χωριό από έκρηξη χειροβομβίδας, όπως τόσα και τόσα παιδάκια σε όλη τη χώρα που έπεσαν θύματα της απάνθρωπης θηριωδίας των κατακτητών, αλλά και αυτών των παιδιών που έφυγαν από τη ζωή από την πείνα και τις ασθένειες σε εκείνα τα δύστυχα χρόνια.
Από τον Στέργιο Μαγαλιό αγρο-μελισσοκόμο και ιεροψάλτη