Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι προηγουμένως είχε διαζευχθεί με αποκλειστική υπαιτιότητα της συζύγου του.
Μια απόφαση, που χωρίς ακόμα να καταστεί τελεσίδικη, σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από τους νομικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους της χώρας. Με τους πρώτους να αποφαίνονται, ότι η ποινή της καθαίρεσης ήταν αυστηρή, αφού θα μπορούσε κατ’ οικονομία να επιβληθεί μία ποινή πιο επιεικής, που να ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα των πιστών, αλλά και τον ιερέα να διατηρεί, αλώβητη την ιεροσύνη του. Και τους δεύτερους να επικαλούνται, ότι η Εκκλησία ως θείο καθίδρυμα δεν κάνει συμβιβασμούς και εκπτώσεις πάνω σε θέματα ηθικής τάξεως και δη παραβίασης των Ιερών Κανόνων της.
Η Εκκλησία μπορεί να είναι η μοναδική αυθεντική κιβωτός της σωτηρίας μας, συγκροτείται όμως από ανθρώπους, οι οποίοι ζουν και κινούνται μέσα στον κοινωνικό ιστό και από τη σκοπιά αυτή οφείλει να επεμβαίνει με θάρρος και αποφασιστικότητα, με γενναιότητα και δικαιοσύνη σε προβλήματα που άπτονται της δικής της αρμοδιότητας και χρήζουν άμεσης επίλυσης και αντιμετώπισης, για να μην ευτελίζεται η ίδια και οι λειτουργοί της.
Οι ιερείς είναι άνθρωποι, όπως όλοι μας. Στην πορεία της ζωής τους μπορούν να βρεθούν διαζευγμένοι και χήροι, όπως κάθε άλλος άνθρωπος. Και το ερώτημα που εδώ εύλογα τίθεται είναι: θα πρέπει ο ιερέας μέχρι το τέλος της ζωής του να παραμείνει χωρίς συντροφιά; Να βιώνει τη μοναξιά χωρίς κάποιον πλάι του; Όταν μάλιστα ο ίδιος δεν φέρει καμία ευθύνη που βρέθηκε στη θέση αυτή; Μιλούμε εδώ για τη δυνατότητα σύναψης δεύτερου γάμου του ιερέως κάτω από ορισμένες συγκεκριμένες συνθήκες. Ένα μείζον κοινωνικό θέμα που ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκκλησίας, η οποία μέχρι στιγμής δεν το έλυσε με σαφή τρόπο, ώστε να ισχύουν κάποιοι συγκεκριμένοι κανόνες για όλους και όχι αυτοί που υπάρχουν να ερμηνεύονται κατά το δοκούν, απ’ αυτούς που καλούνται να τους εφαρμόσουν.
Το κανονικό δίκαιο που εδράζεται στον Ευαγγελικό λόγο και το Θεόπνευστο λόγο των Αποστόλων μπορεί να είναι σκληρό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Εκκλησία όμως οφείλει να αφήσει κατά μέρος τη δειλία και την ατολμία της και να δώσει λύση, όπως θα την έδινε ο Χριστός και οι Απόστολοι, αν σήμερα βρίσκονταν στη γη.
Το πρόβλημα της δευτερογαμίας των ιερέων δεν είναι τωρινό. Προέκυψε το πρώτον στις αρχές του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, το 1910, όταν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Καρλοβικίου Λουκιανός (Εκκλησία της Σερβίας) απευθύνθηκε με επιστολή του, στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, στην οποία του εξέθετε όλες τις παραμέτρους του ζητήματος που είχε γεννήσει η χηρεία πολλών κληρικών (Γ. Ανδρουτσόπουλος, Καθημερινή 10.1.2019). Μετέπειτα το θέμα απασχόλησε σοβαρά την Εκκλησία. Το 1923 στο Πανορθόδοξο συνέδριο της Κων/πόλεως, επί Πατριάρχου Μελετίου του Δ’, ελήφθη απόφαση, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται με απόφαση του ανώτατου συνοδικού οργάνου καθεμίας αυτοκέφαλης εκκλησίας, η σύναψη δεύτερου γάμου για τους κληρικούς που τελούν σε χηρεία , που θα λαμβάνεται έπειτα από γνωμοδότηση του επιχωρίου Επισκόπου με τη συνεκτίμηση των ιδιαίτερων κατά περίπτωση συνθηκών και περιστάσεων (Ανδρουτσόπουλος ο.π.).
Οι επίσκοποι, ως διάδοχοι των αποστόλων, με άπλετη διαύγεια και ευρύτητα σκέψης και όχι προσκολλημένοι πάνω στη στενή δογματική αυστηρή έννοια των κανόνων, οφείλουν όταν εξετάζουν τέτοιες περιπτώσεις, να ερευνήσουν το ήθος, την πίστη, την έξωθεν καλή μαρτυρία του ιερέως, την πνευματική του ζωή, την εντιμότητα και ακεραιότητά του, την προσφορά του στην κοινωνία και την εκκλησία και «κατ’ οικονομία» να εισηγηθούν τη χορήγηση άδειας γάμου. Δεν αγνοώ , ούτε παραβλέπω τις αντιδράσεις των δογματικών κανονολόγων της Εκκλησίας, που δεν δέχονται, ότι το πέρασμα του χρόνου και η διαμόρφωση των νέων συνθηκών στη ζωή, επιβάλλουν την αλλαγή ορισμένων συμπεριφορών που επικροτούσαν εδώ και αιώνες. Ακόμη και αν ορισμένες αλήθειες θεωρούνται ότι παραμένουν αναλλοίωτες στις διάφορες εποχές. Δυστυχώς μέσα στην εκκλησία υπάρχουν πρόσωπα που δεν δέχονται, οι ιερείς να έρχονται σε δεύτερο γάμο, υποκρινόμενοι, ότι έτσι προστατεύουν τους ιερούς κανόνες. Και για να το πετύχουν αυτό, επικαλούνται, ότι αυτοί είναι οι κύριοι εκφραστές και υπερασπιστές της Ορθοδοξίας. Ακόμη αμφισβητούν και κατακρίνουν το δικαίωμα της διοικούσης Εκκλησίας να δει το πρόβλημα αυτό με τη δέουσα σοβαρότητα, προσοχή και υπευθυνότητα.
Σε άλλη διάσταση και σε άλλο κλίμα η δική μου άποψη πάνω στο θέμα της δευτερογαμίας των κληρικών. Χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο προνόμιο των περιστατικών που έρχονται στο φως της καθημερινότητας γύρω από το ζήτημα τούτο, η γραφίδα μου τάσσεται για μία ακόμη φορά, υπέρ των έντιμων θαρραλέων πρωτοβουλιών των επισκόπων για τη θεραπεία των δοκιμαζόμενων κληρικών στο πρόβλημα αυτό. Η εκκλησία οφείλει να εγκαταλείψει τη δυστοκία και τις επιφυλάξεις της και να προχωρήσει με αποφασιστικότητα και γενναιότητα στη λύση του κοινωνικού αυτού προβλήματος που κλονίζει τη συνειδησιακή ηρεμία των πιστών, όταν πληροφορούνται καθαιρέσεις κληρικών από την παραπάνω αιτία.
* Από τον Αθανάσιο Φώτο, δικηγόρο επί τιμή