Ήταν η εποχή μετά την αποχώρηση των Γερμανών, λίγο πριν από τον Εμφύλιο. Στην Ελλάδα υπήρχε μεγάλη φτώχεια, μετά τις καταστροφές που έπαθε η χώρα από τους αδυσώπητους κατακτητές.
Στο χωριό αυτό, που ήταν και ο τόπος καταγωγής του γράφοντος, ο κόσμος προσπαθούσε να συνέρθει και να επιβιώσει όπως μπορούσε. Μέσα στους φτωχούς του χωριού, ο πιο φτωχός ήταν ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεται η ιστορία μας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας γίγαντας δύο μέτρων, με ηράκλεια δύναμη, που προκαλούσε δέος όταν τον έβλεπες, αλλά με καρδιά μικρού παιδιού. Ήταν πατέρας τεσσάρων παιδιών και με τη γυναίκα του και τον ίδιο αριθμούσε 6 μέλη.
Με τη φτώχεια που τον έδερνε, πώς να χορτάσει ο ίδιος και η πολυμελής οικογένειά του;
Με τα λίγα χωραφάκια που είχε στην ιδιοκτησία του, προσπαθούσε να προσπορισθεί τα μέσα επιβίωσης της οικογενείας του. Αυτό όμως δεν ήταν ποτέ αρκετό και το επισιτιστικό πρόβλημα για τον ίδιο και την οικογένειά του ήταν σοβαρό. Παρ’ όλα αυτά ο αγαθός αυτός γίγαντας ποτέ δεν αγανακτούσε για τη σκληρή του μοίρα και τη μόνιμη σχεδόν ένδειά του.
Η φύση, εκτός από την ηράκλεια δύναμή του, τον είχε προικίσει και με σιδερένια υγεία. Την εποχή, στην οποία αναφερόμαστε, έκανε φοβερούς χειμώνες, με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.
Και όμως, βλέπαμε αυτόν τον καταπληκτικό άνθρωπο να πλένεται στην αυλή του με κρύο νερό, μέσα στο χιόνι και τους πάγους.
Εκείνα τα χρόνια, σχεδόν όλες οι οικογένειες στα χωριά της Καρδίτσας έτρεφαν από ένα γουρούνι που έσφαζαν τις ημέρες των Χριστουγέννων. Το χοιρινό ήταν προϊόν μεγάλης διατροφικής αξίας για τις οικογένειες των χωριών, εκείνη την εποχή.
Ο καημένος ο Κώστας Χ. όμως, δεν μπορούσε να θρέψει γουρούνι. Βλέπεις, αυτό απαιτούσε κάποια δαπάνη για την εκτροφή του χοίρου που εκείνος δεν διέθετε.
Κάποια χρονιά λοιπόν, πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, έγινε μεγάλος σάλος στο χωριό, επειδή είχε κλαπεί ένα οικόσιτο γουρούνι ενός κατοίκου του χωριού. Η ζωοκλοπή τότε ήταν σοβαρή ποινική παράβαση και επέσυρε ποινή φυλάκισης για χρόνια.
Το γεγονός καταγγέλθηκε από τον ιδιοκτήτη στην Αστυνομία του διπλανού χωριού. Οι αστυνομικοί άρχισαν έρευνες για να ανακαλύψουν τον δράστη. Αυτοί που δεν είχαν γουρούνι, ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού. Έγινε, λοιπόν, έρευνα κατ’ οίκον και στο σπίτι του καημένου του Χ., βρέθηκε το κεφάλι του κλεμμένου γουρουνιού, που το αναγνώρισε ο ιδιοκτήτης του.
Η κλοπή ήταν σκαστή και δικαιολογία δεν υπήρχε. Το γουρούνι είχε κλαπεί και μέσα σε λίγες μέρες καταναλώθηκε από τον δράστη και την οικογένειά του και έμεινε μόνο το κεφάλι που τον πρόδωσε. Όταν οι αστυνομικοί τον ρώτησαν γιατί έκανε μια τόσο σοβαρή παράβαση, τι τους απάντησε; Ότι μέρες που έρχονται όλοι είχαν γουρνοχαρά, αυτός και η οικογένειά του πεινούσαν. Μαύρισε το μάτι του και στην απελπισία του οδηγήθηκε στην κλοπή.
Ακόμα, είπε το εξής αμίμητο στους αστυνομικούς, που έμεινε σαν σλόγκαν για χρόνια στους κατοίκους του χωριού: «Τι να σας κάνω που η Βάγια ήταν άρρωστη. Αλλιώς, δεν θα έμενε ούτε το κεφάλι». Όπου, η Βάγια, ήταν η γυναίκα του.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν το δράστη και τον οδήγησαν στη φυλακή, όπως ήταν υποχρεωμένοι να πράξουν.
Όλο το χωριό συγκινήθηκε από το πάθημα του καημένου Κ. Χ. και έπεσαν όλοι οι κάτοικοι πάνω στον ιδιοκτήτη του γουρουνιού, προτρέποντάς τον να πάει στην Αστυνομία και να πει ότι δώρισε το γουρούνι στον φτωχό άνθρωπο, για να κάνει χαρούμενες γιορτές αυτός και η οικογένειά του. Πράγματι, έτσι και έγινε και ο Κ. Χ. αποφυλακίστηκε και γλίτωσε τα χειρότερα.
Το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας είναι ότι «η πείνα έχει κακό πρόσωπο, είναι ο χειρότερος σύμβουλος και οδηγεί τον άνθρωπο σε πράξεις απελπισίας».
Αυτό ας το γνωρίζουμε και σήμερα στις δύσκολες εποχές που ζούμε, όπου πολλοί συνάνθρωποί μας έχουν μεγάλη φτώχεια και πρέπει, όσοι μπορούμε, να τείνουμε χείρα βοηθείας.
Από τον Σωτήρη Απ. Παπαποστόλου,
συνταξιούχο δασοπόνο