Τότε αναπτύχθηκαν δύο αντάρτικοι στρατοί, ο ΕΛΑΣ - 1942-44 (πρώτο αντάρτικο) και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ - 1946-49) (δεύτερο αντάρτικο). Τελευταία γίνεται προσπάθεια από κάποιους αριστερούς ιστορικούς να θεωρηθεί ο ΔΣΕ συνέχεια του ΕΛΑΣ.
Όμως η δημιουργία, οι στόχοι, η συγκρότηση και η συμπεριφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ ήταν τελείως διαφορετικές. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των δύο αντάρτικων στρατών ήταν:
Ι. Οι αντάρτες του ΕΛ.ΑΣ. (πρώτο αντάρτικο)
1. Όλοι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ ήταν εθελοντές και είχαν τη στήριξη των οικογενειών τους. Οι γονείς τους μάλιστα καμάρωναν που τα παιδιά τους πολεμούσαν για να διώξουν τον κατακτητή.
2. Οι ΕΛΑΣίτες γνώριζαν απόλυτα γιατί πολεμούσαν. Να απελευθερώσουν την πατρίδα από τον Γερμανό, Ιταλό, Βούλγαρο και να χτίσουν μια καλύτερη Ελλάδα. Ο δεύτερος βέβαια στόχος ήταν κάπως αόριστος.
3. Είχαν τη στήριξη όλου του πληθυσμού. Όλοι πρόσφεραν από το υστέρημά τους για να συντηρήσουν τους αντάρτες. Η οργάνωση ETA (επιμελητεία των ανταρτών) σε κάθε χωριό φρόντιζε για τη συγκέντρωση των αναγκαίων αγαθών για τη διατροφή και συντήρηση των ανταρτών. Έτσι οι αντάρτες δεν ασχολούνταν με τη διατροφή τους, ενώ τιμωρούνταν οι πλιατσικολόγοι.
Αντάρτικες ομάδες όχι μόνον του ΕΑΜ, αλλά και άλλων οργανώσεων, όπως του ΕΔΕΣ, του ΕΚΚΑ κ.ά, είχαν δημιουργηθεί σ’ όλη την Ελλάδα, όχι μόνο στα βουνά, αλλά και στις μεγάλες πόλεις, όπως στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, κ.α. Ακόμα και στα μεγάλα νησιά. Το αντάρτικο δηλ. την περίοδο της Κατοχής ήταν υπόθεση όλου του ελληνικού λαού, κι όχι των οπαδών ενός μόνο κόμματος. Στα μάτια του κόσμου οι αντάρτες ήταν ήρωες σαν τον Διάκο, τον Μπότσαρη, τον Νικοτσάρα και τους άλλους αρματολούς και κλέφτες.
4. Οι τραυματίες ΕΛΑΣίτες έβρισκαν έστω και υποτυπώδη περίθαλψη από γιατρούς που ήταν στα μεγάλα χωριά. Το ΕΑΜ επίσης είχε αναπτύξει δίκτυα επικοινωνίας, ώστε οι γονείς γνώριζαν πού βρισκόταν το παλικάρι τους κι έμεναν ήσυχοι.
ΙΙ. Οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) (δεύτερο αντάρτικο). Ελέγχονταν μόνο από το ΚΚΕ.
1. Οι αντάρτες του ΔΣΕ ήταν δύο κατηγοριών.
α). Εθελοντές. Από το σύνολο των ανταρτών μόνο το 20-25% ήταν εθελοντές πρώην ΕΛΑΣίτες. Απ’ αυτούς μάλιστα μόνον οι μισοί βγήκαν με τη θέλησή τους στο βουνό. Οι άλλοι βγήκαν για ν’ αποφύγουν είτε τη φυλακή και την εξορία είτε τα βασανιστήρια.
β) Βίαια επιστρατευμένοι. Τα 75-80% των ανταρτών επιστρατεύτηκαν βίαια από τα ορεινά και ημιορεινά χωριά κυρίως της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας. Οι επιστρατευμένοι αντάρτες ήταν ηλικίας 15-40 χρονών με αρκετούς παντρεμένους. Το 40% των ανταρτών ήταν ανύπαντρα, αγράμματα συνήθως κορίτσια, που εκείνη την εποχή μόνο για την εκκλησιά, τα χωράφια ή τα ζώα έβγαιναν από τα σπίτια και δεν είχαν ακούσει ούτε το όνομα του Ζαχαριάδη ούτε τη λέξη ΚΚΕ. Γι’ αυτό και δεν ήξεραν γιατί πολεμούσαν. Η βίαιη επιστράτευση των κοριτσιών εξόργισε μανάδες και πατεράδες, που καταριούνταν το ΚΚΕ.
γ) Τα βίαια επιστρατευμένα αυτά αγόρια και κορίτσια εξαναγκάζονταν να θεωρούν εχθρό τους και να πολεμούν όχι τον Γερμανό κλπ, αλλά ελληνόπουλα, τους στρατιώτες συγχωριανούς τους, που υπηρετούσαν τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. Κι ανεκπαίδευτα όπως ήταν, τα μισά σχεδόν σκοτώθηκαν.
δ) Εξαναγκάστηκαν με τη κατατρομοκράτησή τους να γίνουν «μαχητές» του ΔΣΕ. Επειδή όλοι σχεδόν οι επιστρατευμένοι άντρες ήθελαν να λιποτακτήσουν, χρησιμοποιούνταν κυρίως δύο τρόποι, για να μη σκαπετήσουν. Όποιος συλλαμβανόταν να επιχειρεί να λιποτακτήσει εκτελούνταν επιτόπου με βασανιστήρια, κάτι που προκαλούσε τρόμο στους υπόλοιπους. Επίσης προπαγάνδιζαν πως ο στρατός εκτελεί όποιον αντάρτη λιποτακτεί. Γι’ αυτό και ήξεραν πως πολεμούσαν «για ένα πουκάμισο αδειανό», που λέει κι ο ποιητής, για να επιβιώσουν κι όχι γιατί πίστευαν στον ‘αγώνα’ του ΚΚΕ. Παρ’ όλα αυτά οι μισοί σχεδόν επιστρατευμένοι λιποτάκτησαν.
ε) Όσοι αντάρτες δρούσαν στις παραμεθόριες περιοχές δεν είχαν πρόβλημα διαβίωσης, ενδυμασίας και οπλισμού, επειδή εφοδιάζονταν από τις γειτονικές και άλλες κομμουνιστικές χώρες. Στις άλλες όμως περιοχές αναγκάζονταν να βρίσκουν μόνοι τους παπούτσια, ρουχισμό, τρόφιμα και οπλισμό. Αναγκαστικά ενεργούσαν ως κοινοί ληστές, αφού, για να επιβιώσουν, πλιατσικολογούσαν ό,τι φαγώσιμο υπήρχε στα νοικοκυριά. Είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των οικογενειών, που έκρυβαν ακόμα και τα 15χρονα παιδιά τους. Από το τέλος όμως του 1947, όταν ο κυβερνητικός στρατός μετακίνησε τους ορεινούς πληθυσμούς στις πόλεις, όσοι δρούσαν έξω από το Γράμμο-Βίτσι, κινούνταν σε έρημα χωριά κατορθώνοντας με δυσκολία να επιβιώσουν.
στ) Οι τραυματίες του Γράμμου-Βίτσι και των άλλων παραμεθόριων βουνών είχαν περίθαλψη, γιατί στέλνονταν στα νοσοκομεία της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας. Οι αντάρτες όμως που δρούσαν νοτιότερα δεν είχαν καμιά περίθαλψη. Μόνοι τους έπρεπε να φροντίζουν τα τραύματα.
ζ) Οι γονείς, επειδή δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους, δεν είχαν καμιά ελπίδα πως θα τα ξαναδούν, ιδιαίτερα τα κορίτσια.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο ΔΣΕ (δεύτερο αντάρτικο) διέφερε ριζικά από τον ΕΛΑΣ στους στόχους, στην οργάνωση και στη συμπεριφορά των ανταρτών απέναντι στον πληθυσμό. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ πολεμούσαν τον Γερμανό, του ΔΣΕ τον αδερφό. Ο κόσμος στήριζε τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, τους οποίους έβλεπε ως ήρωες συνεχιστές της κλεφτουριάς, ενώ θεωρούσε παράνομους, ληστές που ρήμαζαν τον τόπο, τους αντάρτες του ΔΣΕ και προσπαθούσαν να τους αποφύγουν μ’ όποιο τρόπο μπορούσαν.
Από τον Γιάννη Μπασλή, δρ. φ.