Η Σμαρώ κάθε άλλο παρά τιμές στον χειμώνα ήθελε να αποδώσει. Εργαζόμενη γυναίκα, με δεδομένη έλλειψη ελεύθερου χρόνου, κατέβασε Σαββάτο πρωί τα χαλιά από το πατάρι, βρίζοντας από μέσα της, άι στο διάβολο, καλοκαίρι και πάλι καλοκαίρι, όλα είναι πιο απλά και εύκολα τότε, ο χειμώνας είναι για τους αργόσχολους και τους συνταξιούχους.
Ήρθε και η μάνα της να την βοηθήσει κι ο προδιαγεγραμμένος καβγάς δεν άργησε να ξεσπάσει:
- Τιιιιι; Πάλι αυτό το τσόλι θα στρώσεις; Έλεος πια με τις εμμονές σου.
Η αλήθεια είναι ότι το γνωστό χαλί της γιαγιάς Σμαράγδας είχε πια μαλλιάσει. Ξεθωριασμένα τα χρώματά του, κόμποι παντού, ενώ οι άκρες του έχουν αρχίσει να ξεφτίζουν. Αλλά για τη Σμαρώ το ζήτημα δεν ήταν αισθητικό. Ήταν το χαλί της γιαγιάς, ήταν μέρος της προίκας της, ήταν μέρος της οικογενειακής ιστορίας. Τέλος. Και πάσα άλλη συζήτηση περιττή!
- «Μα αυτό βρε παιδάκι μου δεν το ’στρωνα ούτε εγώ» επανήλθε η μάνα της βλέποντάς την να παιδεύεται να το στρώσει. Κοριτσόπουλο στα χρόνια του μεταπολεμικού μοντερνισμού η μάνα, έκανε την επανάστασή της, και για το νέο της σπιτικό, αρχές δεκαετίες του ’60, μαζί με το ψυγείο «Πίτσος», την κουζίνα «Εσκιμό» και το πλυντήριο «Ιζόλα», αγόρασε τάπητες σε μοντέρνα σχέδια από του «Καραμουσλή». Η Σμαρώ, όμως, σαν να μην άκουσε τις μονότονες αιτιάσεις της μάνας της.
Στην πραγματικότητα ήταν ένα όμορφο χαλί, χειροποίητο, χρώματος χρυσαφί, το ’λεγες και μουσταρδί. Υφασμένο στον αργαλειό, είχε γύρω - γύρω μια μπορντούρα βυσσινί και στη μέση κεντημένα λουλούδια.
- Πάρ’ το Σμαρώ μου, της είχε πει η γιαγιά της η Σμαράγδα, Πάρ’ το… Μόνο εσύ το δικαιούσαι, γιατί μόνο εσύ κι εγώ το αγαπάμε. Παρ’ το, στο χαρίζω γιατί η μάνα σου θα το κλείσει σε κανένα μπαούλο και θα περιμένει να πεθάνω για να το πετάξει στα σκουπίδια.
Όταν το χαλί στρώθηκε, το δωμάτιο άλλαξε τελείως όψη. Φωτίστηκε. Οι χρυσοκόκκινες ανταύγειες έπεσαν στους τοίχους και τους ζωντάνεψαν. Τα κιτρινισμένα φύλλα μιας ακακίας, που «έμπαιναν» στο δωμάτιο απ’ το παράθυρο, συμπλήρωσαν την παλέτα με τα χρώματα.
Ήταν τα ίδια χρώματα που η Σμαρώ αντίκριζε τους παιδικούς της χειμώνες, τότε που την άφηναν στη γιαγιά… Στο χαλί αυτό άδειαζε το κουτί με τα παιχνίδια κι έπαιζε. Τα λούτρινα αρκουδάκια και τις κούκλες, τα κουζινικά και τους κύβους της. Ήταν σ’ αυτό το χαλί που άκουσε και την ιστορία του από τα χείλη της γιαγιάς:
- Αχ, Σμαρώ μου και να ’ξερες…
- Τι να ’ξερα γιαγιά;
Νέα και όμορφη, πολύ όμορφη η Σμαράγδα όταν την προξένεψαν στον Στέργιο. Του ’καψε την καρδιά. Μα άβουλος… Τι να έκανε κι αυτός; Κατά τα έθιμα της εποχής, περίμενε τη γνώμη της οικογένειας. Το οικογενειακό συμβούλιο που «συγκλήθηκε» για τον επικείμενο γάμο, αποτελούμενο από μπαρμπάδες και θειές, ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά. Τα δεύτερα ήταν περισσότερα.
- Καλό το καψοκόριτσο, και όμορφο, πολύ όμορφο… Λεβέντισσα. Καλή οικογένεια, καλό νταμάρι. Αλλά φτώχεια καταραμένη. Ούτε καν τα έπιπλά της δεν έχει, δύο σκεπάσματα, ένα χαλί, κατιτίς τέλος πάντων.
Εκεί το πήρε απάνω του ο πατέρας του Στέργιου και μελλοντικός πεθερός της.
-Και ποιος μωρέ σας είπε πως δεν έχει προικιά; Όλα καλώς καμωμένα τα ’χει… Έμαθα ’γω…
(Και στα κρυφά –κατά πώς μαθεύτηκε πολλά χρόνια μετά- ο πεθερός πήγε και ψώνισε τα καλύτερα στη νύφη, για να εμφανιστούν στη συνέχεια ως «προικώα». Και κείνη, χρόνια πολλά μετά τον θάνατό του, όλο και μνημόνευε την παλικαριά και την καλοσύνη του ρίχνοντάς του κάθε τόσο τρισάγια.
Κι έτσι ο γάμος έγινε, ευλογήθηκε και η «άμπελος» άπλωσε κλαδιά και παρακλάδια, ένα από τα οποία, η μικρή Σμαρώ, άκουγε τώρα την εξομολόγηση της γιαγιάς.
Και κάθε που χειμωνιάζει και πιάνει να στρώσει το χαλί της γιαγιάς, θυμάται αυτήν την ιστορία. Με τι τρομερές ιστορίες είναι δεμένα καμιά φορά τα μικρά κι ασήμαντα αντικείμενα της καθημερινότητάς μας! Ιστορίες συνυφασμένες με την ίδια τη ζωή, κάποτε καλές, άλλοτε δραματικές, σπαραξικάρδιες… Και μετά, τα αντικείμενα καταλήγουν σε κάποιο μπαούλο. Κι εκεί ξεχνιούνται για πάντα. Το νήμα κόβεται. Οι άνθρωποι αγοράζουν καινούργια χαλιά, καινούργια έπιπλα, και κάθε λογής αντικείμενα, πιο σύγχρονα, πιο μοντέρνα περιφρονώντας – άσκεφτα κι αστόχαστα - τα παλιά…
Καταλαβαίνει τη μάνα της που φωνάζει για «όλες αυτές τις παλιατζούρες που μαζεύει» και που «κατάντησαν το σπίτι παλιατζίδικο». Δεν έχει απαίτηση να την καταλάβει κι εκείνη- ποιο το όφελος, άλλωστε;- παρά μονάχα πιάνει πού και πού κουβέντα με τη γιαγιά:
- Άντε κυρά Σμαράγδα, το στρώσαμε και φέτος το χαλάκι μας», λέει από μέσα της και γελάει.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr