Το ανέφεραν αυτό στην κυβέρνηση προσθέτοντας ότι το θεσσαλικό βαμβάκι είναι το προσφορότερο για τη συνδυασμένη αυτή ανάπτυξη, ως πιλοτική εφαρμογή στη Θεσσαλία, δεδομένου ότι στην περιοχή της παράγεται περισσότερο από το μισό ελληνικό βαμβάκι.
Η καλλιέργεια βαμβακιού είναι γνωστή από την αρχαιότητα σε όλη τη Θεσσαλία, μέχρι και την Καλαμπάκα. Οι αγρότες είχαν πολύτιμη πείρα από τότε και ήξεραν ότι το βαμβάκι θέλει να έχει τα «ποδάρια» του στο νερό και το «κεφάλι» του στον ήλιο. Η φύση τα προσφέρει και τα δύο στη Θεσσαλία και σε ομαλές συνήθως κλιματικές συνθήκες. Το θεσσαλικό βαμβάκι ήταν ευρύτερα γνωστό ως το καλύτερο. Ενδεικτικό είναι ότι ο πρόεδρος της «Μακεδονικής Βαμβακουργίας» και πρόεδρος της Βιομηχανίας Ζάχαρης Λάρισας Αντώνης Βεζύρογλου είχε πει στον υποφαινόμενο ότι η «Μακεδονική» αυτοκαλλιεργεί βαμβάκι για να έχει αυτάρκεια, αλλά αγοράζει και θεσσαλικό. «Είναι μία δραχμή το κιλό ακριβότερο, αλλά είναι το καλύτερο».
Κατά τον Ελληνικό Οργανισμό Βάμβακος το θεσσαλικό βαμβάκι είναι το καλύτερο στον κόσμο. Υπερέχει με δύο χαρακτηριστικά: Πρώτον, είναι στιλπνό και όταν βάφεται, αποδίδει χρώματα περισσότερο γλυκά και λαμπερά από οποιοδήποτε άλλο βαμβάκι. Δεύτερον, έχει μεγάλη αντοχή η ίνα του. Δεν σπάζει στο κλώσιμο, φτιάχνει ύφασμα που δεν ξεφτίζει γρήγορα και έχει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από άλλα βαμβακερά.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας απέκτησαν μεγάλη φήμη και στην Ευρώπη τα προϊόντα της θεσσαλικής βαμβακουργίας με την ανωτερότητά τους. Αυτό παρακίνησε τους Ευρωπαίους να μάθουν το «γιατί». Έστειλαν στο τέλος του 18ου αιώνα στην Ελλάδα τον Φελίξ Μπωζούρ (Felix Beaujour) ως πρόξενο της Γαλλίας. Ο Μπωζούρ διέμεινε καιρό στη Θεσσαλία και διαπίστωσε και αυτός τα ίδια προσόντα του βαμβακιού της. Και στο μεταφρασμένο στην ελληνική βιβλίο του γράφει ότι το νήμα του είναι γερό, φτιάχνει ύφασμα γλυκό, πιο απαλό και πιο ανθεκτικό.
Για τη Συνδυασμένη Αγροτική-Βιομηχανική Ανάπτυξη καθιερώθηκε η συνεργασία Οργανισμού Βάμβακος με τους αγρότες και με τους βιομήχανους. Οι γεωπόνοι όριζαν τη συγκομιδή βαμβακιού, την αποθήκευσή του σε στεγασμένο χώρο ένα διάστημα για να «ψηθεί», και την εκκόκκισή του κατόπιν. Όλα αυτά γίνονταν παρουσία γεωπόνου. Με τον συνδυασμό παραγωγής και επεξεργασίας ορισμένες υφαντουργίες παρήγαν προϊόντα υψηλής ποιότητας. Η «Επίλεκτος» Φαρσάλων π.χ., που έχουμε υπόψη μας, εξήγαγε προϊόντα ελληνικού βαμβακιού στην Ελβετία και στην Αμερική, στις πιο απαιτητικές δηλαδή αγορές. Ο Γιάννης Δοντάς, ιδρυτής της «Επίλεκτος» σε συνέντευξή του στον υποφαινόμενο δημοσιευμένη στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» Αθηνών την 20ή Ιουνίου 1991, είπε μεταξύ άλλων: «Το θεσσαλικό βαμβάκι είναι ο λευκός χρυσός της Ελλάδας. Ετησίως η χώρα παράγει 250.000 - 300.000 τόνους. Αν πωληθεί εκκοκκισμένο με τη συνηθισμένη τιμή των 250-300 δραχμών το κιλό, αποδίδει συνολικά 65-90 δισεκατομμύρια δραχμές. Αν όμως νηματοποιηθεί και σε συνέχεια μεταποιηθεί σε φανέλες, σε ύφασμα και σε επώνυμο ελληνικό ρούχο υψηλής μόδας, τότε θα φτάσει να αποδώσει 9 τρισ. δραχμές, ίσως και περισσότερα, χωριστά τα υποπροϊόντα σε βαμβακέλαιο, βαμβακόπιτα κ.λπ.». Το βαμβάκι, επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα βιομηχανικής καθετοποίησης. Τα προϊόντα της μιας βιομηχανίας αποτελούν πρώτη ύλη για την επόμενη, όπως π.χ. το προϊόν του εκκοκκιστηρίου για νηματοποίηση, από αυτή για βάψιμο, κατόπιν για υφάσματα κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι η λειτουργία του κυκλώματος αυτού θα μπορούσε να απασχολεί αρκετές ειδικότητες επιστημόνων, τεχνιτών, υφαντουργών και άλλων εργαζόμενων.
Υπάρχουν φυσικά και άλλα προϊόντα, που προσφέρονται για αντίστοιχη Συνδυασμένη Αγροτική-Βιομηχανική Ανάπτυξη. Αντί όμως η κυβέρνηση να προχωρήσει σε ανάλογη συνδυασμένη ανάπτυξή τους, στραγγάλισε κυριολεκτικά και το θεσσαλικό βαμβάκι, για να υποστηρίξει τα οργανωμένα συμφέροντα συγκεκριμένων βιομηχάνων, καθώς και τις τράπεζες που τους χρηματοδοτούσαν.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης που παράγει βαμβάκι σε μεγάλες ποσότητες και αντί οι κυβερνήσεις να επωφεληθούν από αυτό και να επιδιώξουν την κατοχύρωση και ενίσχυση της καλλιέργειάς του, αδιαφόρησαν, ενώ τα φερέφωνα εισηγούνταν κατάργηση της καλλιέργειας βαμβακιού, παραγνωρίζοντας ότι με αυτήν ασχολούνταν 150.000 άτομα, ότι από το παραγόμενο βαμβάκι δεν έμενε ούτε ένα κιλό αδιάθετο και ότι με τις εξαγωγές του απέφερε 400 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Εκπρόσωποι βιομηχανιών θεσσαλικού βαμβακιού είχαν επισκεφθεί τον αρμόδιο υπουργό προτείνοντας να αφεθεί ελεύθερη η τιμή βαμβακιού, να συστηθεί στους αγρότες να παράγουν όσο βαμβάκι θέλουν και θα το αγοράζουν αυτές όλο, χωρίς να χρειάζονται επιδοτήσεις από την κυβέρνηση ή από την ΕΕ. Και ανέπτυξαν αυτά που είπε ο Γιάννης Δοντάς στην προαναφερθείσα συνέντευξή του «Το βαμβάκι είναι ο λευκός χρυσός της Ελλάδας» κ.λπ. Για τη σταδιακή επεξεργασία του βαμβακιού ως πρώτης ύλης, οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών γνώρισαν στον υπουργό ότι προτίθενται να συστήσουν εταιρεία, που θα λειτουργεί σειρά μονάδων επεξεργασίας του βαμβακιού σε όλα τα στάδιά της, από την εκκόκκιση μέχρι τα υφάσματα για την εσωτερική αγορά, αλλά και για εξαγωγές. Και με δεδομένη την ανώτερη ποιότητα του θεσσαλικού βαμβακιού τα προϊόντα του θα είναι ασυναγώνιστα διεθνώς και ‘’θα πωλούνται νταηλίκι’’, οπότε η χώρα θα αποκτά από αυτά τρισεκατομμύρια δραχμών. Αλλά για την ίδρυση αυτής της επιχείρησης είναι ανάγκη να διαθέσει η κυβέρνηση δάνειο στην εταιρεία που θα συνέστηναν οι βιομήχανοι. Αντί ο υπουργός να συζητήσει μαζί τους το θέμα, περιορίσθηκε να ζητήσει την υποβολή υπομνήματος. Οι βιομήχανοι έκριναν ότι ο υπουργός δεν έδωσε σημασία στο τόσο σοβαρό θέμα της Εθνικής Οικονομίας, την αξιοποίηση ενός μοναδικού διεθνώς προϊόντος, όπως είναι το θεσσαλικό βαμβάκι, και ότι ήταν μάταιο να μιλούν «εις ώτα μη ακουόντων». Και έφυγαν με τα αισθήματα που νιώθει και ο αναγνώστης του παρόντος.
*Του Λάζαρου Αρσενίου
*Είναι το τελευταίο κείμενο που είχε στείλει στην εφημερίδα ο Λάζαρος Αρσενίου, πριν την πτώση και τον τραυματισμό του. Κρατήθηκε για να δημοσιευτεί όταν θα συνερχόταν, πράγμα όμως που δεν συνέβη καθώς στη διαδικασία ανάρρωσης προέκυψαν επιπλοκές και ο υπερπαλαίμαχος δημοσιογράφος απεβίωσε προ δεκαημέρου.