Τον πλησιάζει κάποιος από το ίδρυμα και τον ρωτά: Κύριε Κώστα, καλημέρα, γιατί τόσο πολύ σκεπτικός και θλιμμένος: Το γεροντάκι σηκώνει το κεφάλι του και του απαντά: Σκέφτομαι όσα έκανα όλα τα χρόνια και πώς κατάντησα σε αυτήν την καταφρόνια. Ευτυχισμένοι ζούσαμε εμείς και η φαμίλια μου, η όμορφη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μου. Αυτός και η γυναίκα του δεν χόρταιναν δουλειά, δουλειά θέλανε και τα παιδιά τους να ζήσουν καλά. Γι' αυτό και τα μορφώσανε από το υστέρημά τους, καμάρωναν που γίνονταν σπουδαία τα παιδιά τους. Κουράγιο βρε γυναίκα μου, ώσπου να μεγαλώσουν, είναι παιδιά πολύ καλά, θα μας το ανταποδώσουν. Τα δυο παιδιά σπουδάσανε και στην Αυστραλία κάνανε οικογένεια και μείνανε εκεί. Από τη στενοχώρια τους, πριν περάσουν δύο χρόνια, πεθαίνει η γυναίκα του και μένει ο γέρος μόνος. Ζήτησε από τον γιο του να πάει ο καημένος, θυμάται τι απάντησε και είναι φαρμακωμένος. Πατέρα πολύ καλά μας έκανες και σ' ευχαριστούμε, μα είναι δύσκολα εδώ με γέροντες να ζούμε. Ο γέρος τού απάντησε «να έχεις την ευχή μου, κι εγώ θα βρω μια γωνιά στο άλλο το παιδί μου». Μα όταν το ανέφερε στην κόρη του μια μέρα, εκείνη του απάντησε "δεν γίνεται πατέρα". Σπίτι μεγάλο έχουμε η κόρη μου καμαρώνει με όσα μέτρα μείνανε το κάναμε σαλόνι. Πόσο ο γέρος λαχταρά να 'ναι με τα παιδιά του, να 'χει τα εγγονάκια του στα γόνατά του. Αυτή η σκέψη η γλυκιά τον γέρο αποκοιμίζει, του Ιδρύματος η ερημιά όμως τον τριγυρίζει. Ο γέρος κοιμήθηκε με πρόσωπο θλιμμένο, την άλλη μέρα το πρωί ο φύλακας του Ιδρύματος τον βρήκε παγωμένο στο παγκάκι στην αυλή του Γηροκομείου.
Νικόλαος Σισκόπουλος, μέλος Α' ΚΑΠΗ