Ο πρωθυπουργός, κάλεσε, με μεγάλη καθυστέρηση, δύο ειδικούς σε θέματα κλιματικής αλλαγής, κάτι που θα έπρεπε να είχε κάνει μήνες πριν, προκειμένου να αποφευχθεί η καταστροφική πυρκαγιά με τις τραγικές συνέπειές της.
Δυστυχώς, ο πρωθυπουργός, κατέφυγε στους «αρίστους» για επικοινωνιακούς λόγους και μόνο...
Η κυβέρνηση Σύριζα-Ανέλ έχει απαξιώσει την έννοια της αριστείας, βολεύοντας τους μέτριους, τους μετακλητούς και τους κομματικούς ημέτερους, ενώ, η χώρα θα ήταν διαφορετική εάν τον συμβούλευαν και τον καθοδηγούσαν σε σοβαρά ζητήματα, όπως αυτά των σοβαρών καιρικών φαινομένων, κορυφαίοι τεχνοκράτες κι επιστήμονες που έμειναν στα αζήτητα και μη αξιοποιήσιμοι.
Η αριστεία, όπως, όλοι γνωρίζουμε τα τελευταία τρία χρόνια, εξοβελίστηκε από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μπαλτάς, Φίλης και Γαβρόγλου και οι τρεις Υπουργοί Παιδείας, χωρίς εθνικό διάλογο, κατήργησαν όλους τους θεσμούς αριστείας που είχαν τα προηγούμενα χρόνια εισαχθεί και στις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Έτσι λοιπόν:
* Ισοπεδώθηκε ο θεσμός των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων. Η λογική αυτών των σχολείων είναι συνυφασμένη με την αξιοκρατία και την αριστεία. Η εναρμόνισης της ισότητας με την αξιοκρατία, κάθε άλλο παρά νομιμοποιεί την κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία. Ο Υπουργός Παιδείας, κ. Μπαλτάς ανέφερε ότι η αριστεία ενός μαθητή μπορεί να μετατραπεί σε «ρετσινιά» εννοώντας πως η απονομή αριστείας –μέσω της επιτυχίας σε εξετάσεις εισαγωγής σε ένα πρότυπο πειραματικό σχολείο– σε έναν μαθητή σε τόσο μικρή ηλικία, όπως τα 12 ή 13 του, μπορεί να μετατραπεί σε βαρύ φορτίο σε πολλαπλά επίπεδα, στο οποίο ο αριστεύσας θα νιώθει ότι πρέπει να ανταποκρίνεται σε κρίσιμες εξετάσεις στη μετέπειτα ζωή του. Χαρακτηριστικά είπε: «Τα σχολεία αυτά πρέπει να πειραματίζονται επί της κοινωνικής ύλης που συνιστούν τα σχολεία» υποβαθμίζοντάς τα σε σχολεία της γειτονιάς και όχι της αριστείας!
* Κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων,
* Κατάργηση της υποχρέωσης να έχει ο μαθητής σε ένα από τα δύο βασικά μαθήματα, Γλώσσα και Μαθηματικά, τουλάχιστον 10 για να προαχθεί στην επόμενη τάξη του Λυκείου,
* Κατάργηση του επαίνου αριστείας που συνοδευόταν από το ποσό των 1.500 ευρώ στους αριστούχους φοιτητές των Πανεπιστημιακών Σχολών. Το συγκεκριμένο ποσό δινόταν ως ένα μικρό επίδομα ενίσχυσης στους αριστούχους φοιτητές όλων των σχολών των Πανεπιστημίων ως επιβράβευση της ζέσης τους να εξελιχθούν. Σύμφωνα με τον υπουργό Παιδείας κ. Φίλη, το ποσό των 1.500 ευρώ δεν δόθηκε λόγω αχρηματίας και όχι αξιοκρατίας, την ώρα που η κυβέρνηση προσλάμβανε μετακλητούς σε διάφορες θέσεις του Μαξίμου!
* Κατάργηση των Συμβουλίων των ΑΕΙ, στα οποία μετέχουν Έλληνες και ξένοι πανεπιστημιακοί σε ΑΕΙ του εξωτερικού. Περίπου 100 Έλληνες πανεπιστημιακοί από σπουδαία ΑΕΙ των ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Σαουδική Αραβία, «επέστρεψαν» στη χώρα μας, ώστε να συμμετάσχουν στα πρώτα Συμβούλια σε κάθε ΑΕΙ. Σύμφωνα με τον Υπουργό Παιδείας, κ. Μπαλτά, τα Συμβούλια θα έχουν μόνο συμβουλευτικές αρμοδιότητες, επιτρέποντας σε Έλληνες πανεπιστημιακούς να προσφέρουν την εμπειρία και τις εξειδικευμένες γνώσεις τους σε ξένες χώρες.
* Επιλογή σημαιοφόρων, παραστατών και υπευθύνων κατάθεσης στεφάνου μέσω κλήρωσης, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ 79/2017) του υπουργού Παιδείας, κ. Γαβρόγλου. Η συγκυβέρνηση Σύριζα-Ανέλ για ακόμα μία φορά επέδειξε την αποστροφή της σε κάθε μορφή καταξίωσης και αριστείας. Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα, κάτι τόσο τιμητικό, όπως το να είσαι ο/η σημαιοφόρος του σχολείου σου, μετατρέπεται σε μια διαδικαστική υποσημείωση. Έτσι, για ακόμα μία φορά, όπως και με τον τρόπο εισαγωγής στα πειραματικά σχολεία, «μαθαίνει» στα παιδιά μας ότι για να ξεχωρίσεις δεν χρειάζεται προσπάθεια αλλά “τύχη”.
Ένα τέτοιο Διάταγμα από την μια καταργεί και με τη βούλα την Αριστεία ενώ από την άλλη ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στον οπορτουνισμό, τις δημόσιες σχέσεις και φυσικά την περιχαράκωση των όποιων μαθητικών αξιών έχουν απομείνει.
Ο εξοστρακισμός της Αριστείας που ξεκίνησε τα τρία τελευταία χρόνια από την «πρώτη φορά» Αριστερά δεν συνοδεύτηκε από καμία έντονη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο κάποιοι Πανεπιστημιακοί εξέφρασαν την αντίθετη γνώμη τους στα τηλεοπτικά παράθυρα κάποιων ιδιωτικών καναλιών.
Μήπως τελικά η ελληνική κοινωνία δεν θεωρεί την Αριστεία σημαντικό ζήτημα ή μήπως δεν ανεχόμαστε τους Άριστους ανάμεσα μας; Μήπως μας ταιριάζει περισσότερο η Μετριότητα;
Στην κοινωνία μας υπάρχει ισοπέδωση των αξιών, έλλειψη οράματος από τους πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και επιχειρηματίες, επαναφορά των αιώνιων φοιτητών, διόγκωση του ευρύτερου δημοσίου τομέα με άτομα φιλικά προσκείμενα στην κυβέρνηση, παγιώνοντας μία πρακτική που ισχύει τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή της αναξιοκρατίας, έλλειψη κινήτρων σε όσους τόλμησαν να καινοτομήσουν με νέες επιχειρήσεις και τιμωρήθηκαν με βαριά φορολόγηση.
Στόχος της κυβέρνησης είναι να γίνουμε όλοι ίσοι πρός τα κάτω, να γίνουμε ένα «Έθνος Μετρίων». Η πλειοψηφία της κοινωνίας αντανακλά τη Μετριότητα ενώ υπάρχει η μειοψηφία που επιδιώκει την Αριστεία και διώκεται γι΄ αυτό. Είναι δυνατόν ένας λαός που χαρακτηρίζεται από μιζέρια, ζήλεια, αδράνεια, απάθεια, αποποίηση ευθυνών να γίνει ένας «Άριστος λαός»;
Δυστυχώς, κανείς δεν κάνει απολύτως τίποτα για να αλλάξει τη νοοτροπία της μετριότητας και της αναξιοκρατίας που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, όπου το αίτημα της αριστείας είναι έντονο ιδιαίτερα για την πολιτική.Η αριστεία είναι απαραίτητη στην ελληνική κοινωνία. Βοηθά ανθρώπους, συστήματα, κοινωνίες να βελτιωθούν, να λύσουν προβλήματα, να αντιμετωπίσουν επιτυχέστερα τις καταστροφές, να αυξήσουν την ευημερία.
Στις επόμενες εκλογές θα αναζητηθούν οι «άριστοι» που θα βγάλουν τη χώρα από το τέλμα. Πιθανά, ο συνδυασμός πολιτικών και ακαδημαϊκών με εμπειρία στην αγορά εργασίας και πολιτών που ενδιαφέρονται για το καλό της κοινωνίας θα συμβάλει στο να γίνουμε ένα «Έθνος Αρίστων» στοχεύοντας στην επίτευξη της αριστείας σε ό,τι κάνουμε, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον πρωτογενή τομέα, στην καινοτομία και το επιχειρείν, στην ανάπτυξη και αξιοποίηση των πληροφοριακών συστημάτων και των νέων τεχνολογιών, στην εξαγωγή εκπαιδευτικών υπηρεσιών και προσέλκυση διεθνών φοιτητών.
Από την Θεοδώρα Κάλλα