Λόγω του επικλινούς εδάφους τού μέρους αυτού, ο ναός είναι ευάερος, ευήλιος και προστατευόμενος από πλημμύρα σε περίπτωση νεροποντής. Όπως προκύπτει από δύο κτιτορικές επιγραφές του, ο ναός κτίσθηκε στο διάστημα 1702-1704, επί της διαδοχικής αρχιερατείας των επισκόπων Ελασσώνος Ζαχαρία (1697-1702) και Παχωμίου (1703-1709), με δαπάνη των Τσαριτσανιωτών. Είναι μονόχωρος, ξυλόστεγος και κεραμοσκεπής. Κύριο γνώρισμά του είναι η εντόνως υπερυψωμένη τετρακλινής στέγη του κυρίως ναού και ο κλειστός χαμηλός νάρθηκάς του, σχήματος Γ, που περιβάλλει δύο πλευρές του, τη δυτική και νότια, και απολήγει στη νότια, ανατολικά, στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής (1714).
Κατά τις επισκέψεις μου στον ναό εντόπισα τρεις κτιτορικές επιγραφές του, τής πρώτης δεκαπενταετίας του 18ου αιώνα (1702,1704 και 1714), αξιόλογες για το ιστορικό περιεχόμενο και τη γλώσσα τους. Μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία, διαπίστωσα ότι αυτές, κατά το παρελθόν, δεν αναγνώσθηκαν ορθώς σε ορισμένα σημεία τους από τους μελετητές τους, αλλά και ουδεμία μνεία έγινε για τη γλώσσα τους από τους ίδιους. Γι’ αυτό, αρκετά στοιχεία τους είναι άγνωστα στους ιστορικούς και ιδιαίτερα στους γλωσσολόγους.
Σημειώνω ότι η γλώσσα τους είναι δημώδης, η καθημερινή της Τσαριτσάνης (θεσσαλική διάλεκτος), στην οποία υπάρχουν αρκετά γνωρίσματα φωνητικής, ένα από τα οποία είναι σπάνιο, εντοπιζόμενο σε «ενθύμηση»-επιγραφή με εξώγλυφους χαρακτήρες. Διασώζουν, αναδεικνύουν και διαφωτίζουν, κατά περίπτωση, την ιστορία, τη γλώσσα, την παιδεία και τον πολιτισμό της Τσαριτσάνης. Από την άποψη αυτή, περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι η τρίτη επιγραφή (1714), λόγω πολλών στοιχείων, αγνώστων ως τώρα. Αυτή θα προσπαθήσω να προσεγγίσω στη συνέχεια με κάθε δυνατή συντομία, λαμβάνοντας υπόψη τον περιορισμένο χώρο (1).
Πριν όμως ασχοληθώ ειδικώς μ’ αυτή, αναφέρομαι συνοπτικώς στις άλλες δύο (πρώτη και δεύτερη). Οι τρεις αυτές επιγραφές του ιερού ναού του «ιαματικού» Αγίου Παντελεήμονος Τσαριτσάνης είναι: Η πρώτη, κατά χρονολογική σειρά, ευρίσκεται στην ξύλινη, βαριά και δίφυλλη θύρα της δυτικής εισόδου του κυρίως ναού (στ. 1-4). Αυτή είναι γλυμμένη (σκαλιστή) με εξώγλυφους χαρακτήρες (όχι χαραγμένη), φιλοτεχνημένη με μεγάλη δεξιότητα, υπό τύπον «ενθύμησης», σε προκαθορισμένο σχέδιο στην επιφάνεια -πρόσοψη- των δύο φύλλων της θύρας, και αναφερομένη στο κτίσιμο της «εκκλησίας» το έτος ΑΨΒ (1702), επί επισκόπου Ελασσώνος Ζαχαρία, με δαπάνη της ΠΟΥΛΗΤΙΑΣ, της οργανωμένης δηλαδή πόλεως (κοινότητας) Τσαριτσάνης.
Η δεύτερη είναι γραμμένη στο υπέρθυρο της ίδιας (δυτικής) εισόδου, εσωτερικώς (στ. 1-3), και αναφέρεται στην ανέγερση και ιστόρηση του ναού το έτος αψδ (1704), επί επισκόπου Ελασσώνος Παχωμίου, διαδόχου του Ζαχαρία, «διά εξόδων» των Τσαριτσανιωτών.
Από τις δύο αυτές επιγραφές προκύπτει ότι ο ιερός ναός του «ιαματικού» Αγίου Παντελεήμονος Τσαριτσάνης άρχισε να κτίζεται και ολοκληρώθηκε επί της διαδοχικής αρχιερατείας των επισκόπων Ελασσώνος Ζαχαρία και Παχωμίου (1702-1704), με δαπάνη των Τσαριτσανιωτών και ρητή αναφορά στη θεραπευτική-ιατρική ιδιότητα του αγίου. Η μελέτη των δύο προαναφερθεισών επιγραφών (1702,1704) έδειξε ότι περιλαμβάνουν αρκετά στοιχεία ιστορίας, γλώσσας, οικονομίας, κοινοτικής οργανώσεως της Τσαριτσάνης, καλλιέργειας της ξυλογλυπτικής κ.λπ., και γι’ αυτό αποτελούν αξιόλογες ιστορικές πηγές. Η αξία τους, λοιπόν, έγκειται στα ενυπάρχοντα σ’ αυτές στοιχεία.
Από αυτές πληροφορούμαστε ότι, όπως προαναφέραμε, ο ιερός ναός (ΥΚ[Κ]ΛΗ[CI]A) «εκ[κ]λη[σί]α» του ιαματικού Παντελεήμονος ανεγέρθηκε και ιστορήθηκε με δαπάνη των Τσαριτσανιωτών επί τής διαδοχικής αρχιερατείας των επισκόπων Ελασσώνος Ζαχαρία (1702) και Παχωμίου (1704).
Μαθαίνουμε ότι η Τσαριτσάνη ήταν οργανωμένη «πολιτεία» -κοινότητα στις αρχές του 18ου αιώνα με εκλεγμένους άρχοντες, τους «γεροντεύοντες», αναφερομένους ονομαστικά σ’ αυτές, και ότι συγκροτήθηκε διμελής «επιτροπή» (ΗΠΗΤΡΟΠΗ) υπεύθυνη για την ανέγερση του ναού.
Διαπιστώνουμε σ’ αυτές την ντόπια, καθημερινή, γλώσσα της Τσαριτσάνης (θεσσαλική διάλεκτο) με αρκετά διαλεκτικά γνωρίσματα φωνητικής(2) αλλά και εντοπίζουμε και τύπους λαϊκούς-δημώδεις, εκκλησιαστικούς, πολιτικούς και τουρκικούς.
Διαπιστώνουμε την οικονομική ευρωστία της Τσαριτσάνης στις αρχές του 18ου αιώνα (Τσαριτσάνη ακμάζουσα) και την προαιρετική και αβίαστη συνεισφορά των Τσαριτσανιωτών για την ανέγερση της εκκλησίας (ναού). Πέραν όλων αυτών, αντιλαμβανόμαστε ότι η πρώτη επιγραφή επί της θύρας του ναού αποτελεί ιδιαιτερότητα, νεωτερισμό, για τη γλώσσα, το είδος της (γλυμμένη) και τη φιλοτέχνησή της (κατ’ αντίθεση προς τις άλλες χειρόγραφες επί του τοίχου) και μαρτυρεί την καλλιέργεια της ξυλογλυπτικής. Ποιο όμως είναι το ξυλογλυπτικό κέντρο, στο οποίο φιλοτεχνήθηκε η θύρα και η ενθύμηση-επιγραφή; Λόγω ελλείψεως χώρου περιορίζομαι στα λίγα αυτά στοιχεία γι’ αυτές.
Η τρίτη ευρίσκεται στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, στο ανατολικό μέρος τής νότιας πλευράς του νάρθηκα, γραμμένη στο υπέρθυρο της εισόδου σ’ αυτό, εσωτερικώς, στ. 1-8. Το κείμενό της είναι:
+ΑΝΙΓΕΡΘΙ ΕΚ ΒΑΘΡΟΥ ΓΙC ΚΑΙ ΑΝΕςΩΡΗΘΙ Ο ΘΙΟC OYTOC KAI ΠANCΕΠΤΟC ΝΑΟC THC AΓIAC | ΕΝΔΟΞΟΥ ΟCΙΟΥ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΤΗΡΟC ΚΕ ΘΛΗΦΟΡΙC ΤΟΥ ΧΡΗςΤΟΥ ΠΑΡΑCΚΕΥΗC ΔΙΑ CΙΝΔΡΟΜΗC ΚΑΙ | ΔΑΠΑΝΙC ΚΕ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥCΙΟΤΑΤΟΥ ΚΙΡΗΟΥ ΚΙΡΗΟΥ ΙΩCΗΦ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΙΜΑΝ | ΔΡΙΤΗ ΑΡΧΙΙΕΡAΤΕΒΟΝΤΟC ΔΕ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΟΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙCΚΟΠΟΥ ΕΛΑCΟΝΟC ΚΑΙ ΔΟΜΕΝΙΚΟΥ ΚΗΡΗΟΥ ΚΙΡΗ | ΟΥ ΑΘΑΝΑCΙΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΑΤΕΒΟΝΤΟC ΤΟΝ ΕΒΛΑΒΕςΑΤΟΝ ΙΕΡΕΟΝ ΙΩCΗΦ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΜΟΥ ΙΕΡΕΟC ΜΙΧΟΥ | ΙΕΡΕΟC ΠΑCΚΑΛΗ ΙΕΡΕΟC ΚΑΙ Ι ΠΡΟΫςΤΙ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΟΝ ΚΙΡΗΑΚΑΚΙC ςAHKOY ΧΑΤΖΗςΑΤΗΡΗC ΔΙΜΟC ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΙΑΝΙC ΧΑ | ΤΖΗ ΚΙΡΗΑΚΑΚΙC ΚΟςΑ Κ ΧΑΤΖΗΚΙΡΗΑΚΙC ΤΟΥ ΘΟΔΟΡΗ ΚΑΙ ΧΑΤΖΗ ΚΑΛΟΓΙΑΝΗC ΤΟΥ ΒΙΤΚΟΥ ΕΝ ΜΙΝΗ ΑΠΡΙΛΗΟΥ Α΄ ΑΨΙΔ | ΔΙΑ ΧΙΡΟC ΙΩΑΝΟΥ Κ ςEΡIOY Κ ΔΗΜΟΥ.
Η γλώσσα της επιγραφής είναι η κοινή νεοελληνική, όπως ομιλείται την εποχή συντάξεως και γραφής της το έτος ΑΨΙΔ (1714) στην Τσαριτσάνη (θεσσαλική διάλεκτος), όπως στην πρώτη επιγραφή του κυρίως ναού. Σ’ αυτήν παρατηρούνται αμέτρητα ορθογραφικά λάθη, ασυνταξίες, διαλεκτικά γνωρίσματα της θεσσαλικής διαλέκτου, σύνθετα κύρια ονόματα, εκκλησιαστικοί τύποι, πολιτικοί τύποι, δημώδεις τύποι, τιμητικοί τίτλοι, και ένας ξένος τύπος (τουρκικός). I (άρθρο) αντί του ορθού ΟΙ (οι προεστοί των γερόντων). Η μελέτη της επιγραφής αυτής έδειξε ότι, πέραν των προαναφερθέντων γλωσσικών στοιχείων, περιλαμβάνει και διασώζει αρκετά αξιόλογα ιστορικά στοιχεία και γι’ αυτό αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή. Αναφέρεται στην ανέγερση και ιστόρηση του παρεκκλησίου της «αθληφόρου» Αγίας Παρασκευής (1714) και περιλαμβάνει και στοιχεία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ειδικότερα: Διασώζει το όνομα του κτίτορα και ταυτόχρονα χορηγού της ανεγέρσεως και τοιχογραφήσεως του παρεκκλησίου, διασώζει τα ονόματα των προσώπων του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος (αρχιερέως, ιερέων, και επιτρόπου) και περιέχει τον τίτλο «αρχιμανδρίτης». Διασώζει τα ονόματα έξι κοινοτικών αρχόντων της Τσαριτσάνης, οι οποίοι αποτελούν ε ξ ά δ α, πολυπροσωπία, τον τίτλο τους «προεστοί των γερόντων» (Ι ΠΡΟΫςΙ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΟΝ), πρωτόγεροι, την εκλογή τους μεταξύ των γεροντοτέρων και πλουσιοτέρων κατοίκων. Περιλαμβάνει, εξάλλου, εμμέσως και πληροφορίες για την ανθηρή οικονομία της Τσαριτσάνης. Διασώζει τα ονόματα τριών αγιογράφων του παρεκκλησίου και την καλλιεργούμενη τέχνη της αγιογραφίας-τοιχογραφήσεως. Η γλώσσα της περιέχει διαλεκτικά γνωρίσματα φωνητικής της θεσσαλικής διαλέκτου και άλλα γλωσσικά φαινόμενα. Για τους λόγους αυτούς, η επιγραφή του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής Τσαριτσάνης έχει μεγάλη αξία.
Η επιγραφή του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής είναι η μοναδική επιγραφή των μεταβυζαντινών μνημείων της Τσαριτσάνης, στην οποία αναφέρεται για πρώτη φορά η εκλογή των γεροντοτέρων και πλουσιοτέρων ως κοινοτικών αρχόντων αυτής. Για πρώτη φορά επίσης αναφέρεται σ’ αυτήν ο τίτλος «προεστοί των γερόντων», αποδιδόμενος στους έξι κοινοτικούς άρχοντές της, εκλεγμένους. Οι πληροφορίες αυτές δεν υπάρχουν σε άλλες επιγραφές. Μ’ αυτές συμπληρώνει τις πληροφορίες μας για την κοινοτική οργάνωση και την εκλογή των έξι κοινοτικών αρχόντων- προεστών της. Η εξάδα αυτή διοικεί την πολυάνθρωπη Τσαριτσάνη. Αναφορά στους κοινοτικούς άρχοντες της Τσαριτσάνης, τους «γεροντεύοντες», υπάρχει και στις δύο προγενέστερες επιγραφές (1702, 1704) του ιδίου κυρίως ναού του Αγίου Παντελεήμονος. Στην προκειμένη όμως επιγραφή του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής (1714), η αναφορά στους άρχοντές της, τους «προεστούς των γερόντων» είναι σαφέστερη. Εξάλλου και οι πληροφορίες για την οικονομική ευρωστία της Τσαριτσάνης είναι σημαντικές. Η οικονομική άνεση επέτρεπε πολλούς Τσαριτσανιώτες να μεταβαίνουν στους Αγίους Τόπους για προσκύνηση Αυτών. Απόδειξη της μεταβάσεώς τους αποτελεί ο τιμητικός τίτλος «χατζής», προσκυνητής των Αγίων Τόπων, που συνοδεύει ως πρώτο συνθετικό τα επώνυμα των αναφερομένων «πρωτόγερων» στην επιγραφή: Χατζηκαλογιάννης του Βίτκου, Χατζηστατήρης Δήμος, Χατζηκυριακάκης Κώστα, Χατζηκυριάκης του Θοδωρή. Και τη σπουδαιότερη και αδιάψευστη μαρτυρία της ανθηρής οικονομίας της αποτελούν οι πολλοί ναοί, εκκλησίες, των 17ου και 18ου αιώνων και οι πανύψηλοι πύργοι της ίδιας εποχής.
Συμπερασματικά, λοιπόν, παρατηρούμε ότι ο συντάκτης της κτιτορικής επιγραφής ανεγέρσεως και ιστορήσεως (τοιχογραφήσεως) του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής στον Αγιο Παντελεήμονα Τσαριτσάνης συμπεριέλαβε σ’ αυτήν στοιχεία τα οποία δίνουν την εικόνα της εποχής του (1714) στο εκκλησιαστικό περιβάλλον, στην κοινοτική οργάνωση και στην οικονομική ευρωστία τής Τσαριτσάνης, η οποία ήταν πολυάνθρωπη και ακμάζουσα.
1. Λόγω του περιορισμένου χώρου, δεν υπάρχει δυνατότητα για φωτογραφίες του μνημείου και των επιγραφών, καθώς και μεταγραφή του κειμένου καθεμιάς επιγραφής, εκτός από το κείμενο της τρίτης.
2. Τα γνωρίσματα της θεσσαλικής διαλέκτου συγκέντρωσε ο Αχιλλέας Τζάρτζανος στην πραγματεία του «περί της συγχρόνου θεσσαλικής διαλέκτου, εν Αθήναις 1909. Επανέκδοση: Δήμος Τυρνάβου 2008». Η διαφορά όμως είναι ότι ο Τζάρτζανος συγκέντρωσε τα στοιχεία από την προφορική παράδοση της εποχής του, κυρίως «της εν Τυρνάβω και τοις εγγύς πέριξ λαλουμένοις νυν γλώσσης», ενώ τα υπάρχοντα στις προαναφερόμενες επιγραφές της Τσαριτσάνης είναι προγενέστερα κατά διακόσια, περίπου, χρόνια.
Του Θωμά Ι. Μπούμπα*
* Ο Θωμάς Ι. Μπούμπας είναι φιλόλογος, επίτιμος διευθυντής γυμνασίου