Ήταν η Ημέρα που θα έπεφτε στη θάλασσα το καινούργιο πλεούμενο του καπετάν – Γιώργη και θα γινόταν ο αγιασμός του. Θα του έδιναν το όνομα «Κωσταντής». Ήταν το όνομα του πρώτου γιου του καπετάνιου, που είχε χαθεί πριν κάποια χρόνια σε ναυάγιο.
Από μια εβδομάδα πριν ο παραγιός, εκείνος ο παλαβούτσικος ο Δημητρός, γύριζε από σπίτι σε σπίτι, να μηνύσει τα ευχάριστα και να προσκαλέσει τους νησιώτες στα βαφτίσια.
Ο Δημητρός πριν πάρει τα σοκάκια του νησιού τραγουδώντας και χορεύοντας, με το άσπρο του ζωνάρι, που το φορούσε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στριφογύριζε στο μαγειριό και μπερδευόταν στα πόδια της καπετάνισσας της Παναγιούς.
«Τι θέλεις μωρέ κακορίζικε, μπας και πεινάς;» Του έμπηξε μια φωνή. «Δεν σου είπε ο καπετάνιος τι θα κάνεις;».
Ο Δημητρός ξεροκατάπιε, ξερόβηξε δυο-τρεις φορές και ύστερα… «Καπετάνισσα θέλω να μ` ορμηνέψεις…».
«Βρε κακό χρόνο να μην έχεις, τι να σ` ορμηνέψω μωρέ. Πάρε σβάρνα ούλο το νησί, βαφτίσια έχουμε».
Ο Δημητρός όμως φαίνεται δεν ικανοποιήθηκε απ` την απάντηση και έμεινε ασάλευτος στη θέση του. Και κάποια στιγμή πήρε την …απόφαση.
«Κυρά… ούλους θα τους καλέσω! Θα πάω και στης …Κατερίνης…;».
«Τι είπες μωρέ…!» ούρλιαξε η καπετάνισσα. «Τον οχτρό μου μωρέ, παλαβό πράμα!».
Ο Δημητρός εξαφανίστηκε και η Παναγιού κάθισε στο κατώφλι του μαγειριού να συνέλθει απ` την ταραχή της. Έμεινε σκεφτική αρκετή ώρα. Ήταν εχθρός της άραγε η Κατερίνη! Μην τάχα πρόκοψε και το δικό της σπιτικό, χαροκαμένη δεν ήταν κι αυτή!
Σ` αυτή τη θέση τη βρήκε η μικρή της κόρη η Βαγγελιώ. Κάθισε κοντά της και προσπάθησε να την ηρεμήσει. Άκουσε τη συζήτηση που είχε με τον παραγιό. «Γιατί μάνα… γιατί είσαι τόσο σκληρή με την Κατερίνη; Μη με μαλώσεις, απάντησέ μου. Ως πότε θα τραβήξει αυτό το μίσος! Δέκα χρόνια πέρασαν, γεράσατε και οι δυο.
Και ύστερα, τι σου έκανε η γυναίκα; Σου ζήτησε τον Κωσταντή για γαμπρό, είχε μάθει που κρυφόβλεπε την κόρη της τη Μαριώ και δεν ήθελε να την κουβεντιάζουν στο νησί μια χήρα γυναίκα».
«Σώπα Βαγγελιώ, μην ξεχνάς πως την άλλη μέρα μπαρκάρισε ο Κωσταντής και η κατάρα της ήταν να μην ξαναδώ το γιο μου. Ξέχασες πως μου το παράγγειλε; Και δεν τον ξαναείδα Βαγγελιώ… Έπειτα κάποιοι είπαν πως κάτι του έκανε του γιου μου…».
«Έλα βρε μάνα, βασανίζεσαι με τις τρέλες του καθενός. Μπουρινιασμένη ήταν, της γύρισες πίσω το προξενιό. Ο χάρος μάνα χτύπησε και το δικό της σπιτικό, μην το ξεχνάς, έχασε κι αυτή τον γιο της και πόνεσε το ίδιο με σένα.
Κι ούτε είδε χαρά, η Μαριώ δεν παντρεύτηκε και άλλα παιδιά δε είχε.
Εσύ τουλάχιστον χάρηκες απ` τις δυο τις θυγατέρες σου κι όπου να ‘ναι παντρεύομαι κι εγώ. Άντε καλή μου μάνα, στείλε κάλεσμα στην Κατερίνη να είναι ανάμεσά μας στη γιορτή της Παναγίας, που θα γίνουν τα βαφτίσια…».
Η καπετάνισσα σηκώθηκε, έσφιξε την ποδιά και το φακιόλι και τράβηξε κατά τη θάλασσα. Ήθελε να σκεφτεί. Η Βαγγελιώ δεν την άφησε να… ζυγίσει καλά τα πράγματα.
Εκεί στη θάλασσα ο αέρας τής έκανε καλό. Κάθισε έξω απ` την καλύβα που μάζευε ο Δημητρός τα σύνεργα για το ψάρεμα και πήρε το κεφάλι στα χέρια της.
Όλη της η ζωή πέρασε από μπροστά της, με τις χαρές, με τις λύπες και στάθηκε εκεί στο μεγάλο κακό. Είναι πόνος αβάσταχτος να χάσεις το παιδί σου. Όσες χαρές και να ακολουθήσουν μετά, δεν μπορούν να κλείσουν τη λαβωματιά.
«Όμως η Κατερίνη τι μου έκανε…!» ψιθύρισε. «Εγώ μια θρήσκα γυναίκα να κρατάω μίσος δέκα χρόνια! Με τις κουβέντες δεν έρχεται το κακό. Ούτε με τα ξόρκια και τα μάγια, που είπαν κάποιες αλαφροΐσκιωτες! Ο Κωσταντής είχε τον Άι - Νικόλα στο μπρίκι του στην πρώτη θέση. Τι είχε να φοβηθεί! Αν ο Άγιος τον άφησε να χαθεί θα πει πως ήταν θέλημα Θεού» Σώπασε. Έστειλε το βλέμμα της μακριά στο βάθος του ορίζοντα. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, βαθυγάλανη και παιχνιδιάρα. Ένα καΐκι διέκρινε από μακριά για κάπου αλλού τραβούσε. Ένα άλλο έκοβε ρότα προς το λιμάνι, αντάλλαξαν έναν χαιρετισμό, ο ήχος της μπουρούς έφθασε ως εκεί.
Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της, ξύπνησαν μέσα της παλιές ευτυχισμένες μέρες. Τότε που ο καπετάν - Γιώργης είχε μόνο ένα καΐκι και τα …νιάτα του. Έπειτα ήρθαν τα καράβια, τα πλούτη, οι φουρτούνες και τα καρδιοχτύπια και ύστερα το μεγάλο κακό.
Όταν είχαν τα νιάτα τους δεν τα χαίρονταν γιατί τους ενοχλούσε η φτώχεια. Τα πλούτη φέρνουν μαζί τους και σκοτούρες και θλίψη και πόνο. Ίσως αν δεν υπήρχαν τα καράβια και κρατούσε τον γιο της στη στεριά, ποιος ξέρει μπορεί και να ζούσε…!
Μάζεψε τη σκέψη της και σηκώθηκε. Είχε πάρει την απόφασή της…
Όμορφο και στολισμένο το καινούργιο πλεούμενο… καμάρωνε σαν νυφούλα πρόσχαρη. Η μυρωδιά του φρεσκοβαμμένου ξύλου και τα ζωηρά του χρώματα σε μεθούσαν. Κόρες, γαμπροί, εγγόνια, συγγενείς και συντοπίτες, γέμισαν το μπάρκο. Ο καπετάν - Γιώργης και η καπετάνισσα ήταν φανερά συγκινημένοι που έβλεπαν γύρω τους όλους τους νησιώτες με τα γιορτινά τους, ν` ανεβοκατεβαίνουν μια στο κατάστρωμα, μια στην προκυμαία, στη σκάλα, στη γέφυρα, περιμένοντας τον παπα - Φώτη και το …νονό.
Βεβαίως η συγκίνησή τους ήταν και για το όνομα που θα ακουγόταν σε λίγο, κυρίως γι’ αυτό. Κανένας δεν είχε ιδέα όμως ποιος θα ήταν ο νονός, ήταν μυστικό της καπετάνισσας.
Κάποια στιγμή φάνηκε ο παπα - Φώτης. Όλα ήταν έτοιμα, και η μπουκάλα με τη ρακή κρεμασμένη στα πλευρά του καραβιού.
«Έλα παπά μου ξεκίνα…» ακούστηκε η φωνή της καπετάνισσας. «Ας κάνουμε τον αγιασμό. Και ευχήσου παπά μου να είναι καλοτάξιδο κι όσα παλληκάρια παίρνει απ` το νησί, τόσα να φέρνει πίσω».
«Όπως θέλεις καπετάνισσα… μα ποιος θα δώσει τ` όνομα…!
«Ούλοι εδώ είμαστε παπά μου…» Εκείνη τη στιγμή πλησίασε η …Κατερίνη και η Μαριώ.
Η Μαριώ προχώρησε, έπιασε τη μπουκάλα με χέρι που έτρεμε και… «Κωσταντής» φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής της και η μπουκάλα έγινε χίλια κομμάτια. Την πήραν τα δάκρυα, αγκάλιασε την καπετάνισσα, έπειτα τη μάνα της…
Ο παπα - Φώτης έψελνε, όλοι οι νησιώτες έκλαιγαν και χειροκροτούσαν την …αγάπη που είχε νικήσει γι’ άλλη μία φορά…