Δύο ημέρες αργότερα, ένας Τούρκος δημοσιογράφος που χρησιμοποίησε έγγραφα από τα Panama Papers αποκάλυψε μια συμφωνία 15 εκατομμυρίων δολαρίων, με ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων, ανάμεσα στον Τούρκο μεγιστάνα Μεχμέτ Τζενγκίζ και μια εξωχώρια εταιρεία με έδρα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Ο πρόεδρος της εταιρείας αυτής, ο Ρωσο-αζέρος Φουάντ Ακούντοφ, ήταν πρώην πρόεδρος-γενικός διευθυντής του Ακούγιου και μέλος του ΔΣ μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018. Ο Τζενγκίζ είχε ενδιαφερθεί πέρυσι να αγοράσει μερίδιο στο Ακούγιου, αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν προχώρησαν.
Καθώς η ένταση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση ανεβαίνει, προκαλεί ανησυχία η προσέγγιση της Ρωσίας με την Τουρκία. Στις 8 Ιουλίου, ο Αμερικανός πρεσβευτής στο ΝΑΤΟ Μπέιλι Χάτσισον δήλωσε ότι η Ρωσία προσπαθεί να «τουμπάρει» την Τουρκία με την πώληση των συστημάτων S-400.
Όσο σημαντικές είναι κι αν είναι αυτές οι διακρατικές συμφωνίες, τείνουν να επισκιάσουν μια πιο αθόρυβη αλλά εξίσου σημαντική εκστρατεία των Ρώσων με σκοπό να «τουμπάρουν» την επιχειρηματική ικανότητα της Τουρκίας. Τα σκάνδαλα γύρω από το ΔΣ του Ακούγιου ρίχνουν φως στις ρωσικές προσπάθειες να ασκηθεί επιρροή στον Ερντογάν και τους συμβούλους του μέσω του ιδιωτικού τομέα.
Θα περίμενε κανείς ότι η κοινή γνώμη της Τουρκίας, που έχει πολεμήσει πολλές φορές με τη Ρωσία τους τελευταίους δύο αιώνες, έχει μια δυσπιστία απέναντι στη Ρωσία και τη ρωσική επιρροή στην πολιτική. Για τον λόγο αυτό, το Κρεμλίνο εργάζεται σκληρά για την αύξηση της επιρροής του, όχι μόνο με προσεκτική προπαγάνδα, αλλά και με συμβόλαια μεταξύ επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν εταιρείες όπως η Rosatom, ιδιοκτήτρια του Ακούγιου. Τα αποτελέσματα είναι ήδη εμφανή: μια δημοσκόπηση του 2017 έδειξε ότι πάνω από το 70% των Τούρκων πολιτών τάσσονται υπέρ μιας πολιτικής και οικονομικής συμμαχίας με τη Ρωσία.
Το Ακούγιου είναι ένα από τα μεγαλοπρεπή προγράμματα στα οποία επενδύει ο Ερντογάν, καθώς θα καλύπτει το 10% των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Rosatom ανέλαβε τη χρηματοδότηση του Ακούγιου έναντι του 51% της ιδιοκτησίας του. Οι επικριτές του προγράμματος θεωρούν ότι η Τουρκία θα έπρεπε να περιορίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία: ήδη η τελευταία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου και ο τρίτος κατά σειρά προμηθευτής πετρελαίου.
Η ευαισθησία του προγράμματος αυτού προϋποθέτει χωρίς αμφιβολία την έγκριση της Ρωσίας για τους διορισμούς στο ΔΣ. Η Μόσχα ήθελε εκεί ανθρώπους που αντιλαμβάνονται τις πολιτικές επιπτώσεις του οικονομικού προγράμματος. Όσο προχωρεί η υπόθεση κατασκοπείας εναντίον της Τσουρκάν, οι λεπτομέρειες ρίχνουν φως στα κίνητρα της Ρωσίας για τον διορισμό της στο ΔΣ. Η περίπτωσή της δείχνει ότι στον κόσμο της ενέργειας, τα επιχειρηματικά στελέχη μπορούν να λειτουργούν ως αντιπρόσωποι των διπλωματών και να εμπλέκονται σε δραστηριότητες που οι τελευταίοι προσπαθούν να αποφύγουν.
Η Καρίνα Τσουρκάν είχε σχέσεις με την Dubossarskaya GES, έναν ενεργειακό όμιλο της Υπερδνειστερίας, η οποία αποσχίστηκε από τον Μόλδοβα το 1992 και από τότε παραμένει ντε φάκτο ανεξάρτητη υπό ρωσικό έλεγχο. Η ρωσική εταιρεία ηλεκτρισμού Inter RAO αγόρασε την Dubossarskaya GES το 2005 και προσέλαβε την Τσουρκάν, η οποία ανέβηκε τα σκαλιά της ιεραρχίας προτού απολυθεί εννιά ημέρες μετά τη σύλληψή της.
Εκτός από τον Μόλδοβα, η Τσουρκάν είχε σχέσεις με την Κριμαία και με τη Δημοκρατία του Ντονμπάς, την οποία το Κρεμλίνο έχει ανακηρύξει στην ανατολική Ουκρανία. Στην Κριμαία και το Ντονμπάς, όπως και στην Υπερδνειστερία, η παροχή ηλεκτρισμού είναι ένα αποτελεσματικό όπλο και οι αυτονομιστές μπορούν να κρατούν τους Μολδαβούς και Ουκρανούς κατοίκους ως ομήρους τον χειμώνα με το πάτημα ενός κουμπιού. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το ΝΑΤΟ και η ρουμανική αντικατασκοπεία ενδιαφέρονταν για τις πληροφορίες που διέθετε.
Η Τσουρκάν αντικαταστάθηκε στο ΔΣ του Ακούγιου από έμπιστο του Ερντογάν, τον Χασάν Κουνεϊντ Ζαπσού, ο οποίος χρησιμεύει ως ενδιάμεσος μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν. Το ίδιο συμβαίνει με τον Μεχμέτ Τζενγκίζ. Το Κρεμλίνο κατάφερε έτσι και να αυξήσει την ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία και να βάλει στο τσεπάκι του έμπιστους του Ερντογάν. Και τώρα που οι ΗΠΑ επιβάλλουν κυρώσεις εναντίον της Άγκυρας, αυτή η σχέση είναι πιο σημαντική από ποτέ.
Του Aykan Erdemir (*)
(*) Ο Αϊκάν Ερντεμίρ είναι πρώην μέλος του τουρκικού κοινοβουλίου και senior fellow στο Foundation for Defense of Democracies