Σ’ αυτήν ο επιστολογράφος με κατηγορεί για «ακροδεξιές ιδεοληψίες», για «στείρο αντικομμουνισμό», για «κλίμα μισαλλοδοξίας» και για «διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων». Κι όλ’ αυτά διότι αναφέρθηκα στις σταλινικές διώξεις εναντίον των Ποντίων στην ΕΣΣΔ.
Κατ’ αρχάς, χαίρομαι που στην επιστολή του ο κ. Σαχινίδης αναγνωρίζει τη Γενοκτονία των Ποντίων από τον Κεμάλ και τους Τούρκους, κάτι που δεν είναι αυτονόητο για πολλούς φίλους του σοβιετικού καθεστώτος.
Στον σύντομο χαιρετισμό μου είπα ότι «ο ποντιακός ελληνισμός είναι από τα πιο πολύπαθα κομμάτια του έθνους -και δεν νομίζω ότι μεροληπτώ λόγω της απώτερης ποντιακής μου καταγωγής. Υπέστη Γενοκτονία από τους Τούρκους, εκατοντάδες χιλιάδες σφαγιάστηκαν και οι υπόλοιποι ξεριζώθηκαν από τη γη των πατέρων τους και βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Όσοι, μάλιστα, βρέθηκαν στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης υπέστησαν απηνείς διώξεις από το σταλινικό καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά δεν απαρνήθηκαν ούτε την ελληνική τους συνείδηση ούτε την ορθόδοξη πίστη τους. Διατήρησαν ακέραιη τη ρωμαίικη ταυτότητά τους».
Δεν εξομοίωσα, λοιπόν, την τουρκική γενοκτονία με τα δεινά των Ελλήνων της ΕΣΣΔ, αλλά μίλησα για «απηνείς διώξεις» που υπέστησαν κατά τη σταλινική περίοδο, όσοι Πόντιοι βρέθηκαν στην επικράτειά της. Αυτή η θέση, για όσους έχουν ελάχιστη γνώση της σχετικής βιβλιογραφίας, είναι απολύτως τεκμηριωμένη ιστορικά και δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας.
Βεβαίως, μέχρι την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων τα πραγματικά γεγονότα παρέμεναν στο σκοτάδι. Έκτοτε, όμως, τα αρχεία άνοιξαν, οι ψηφίδες του σοβιετικού παρελθόντος αποκαθίστανται και η επίκληση στην άγνοια της ιστορικής αλήθειας δεν επιτρέπεται.
Αφού, όμως, ακόμη για κάποιους φαίνεται ότι όσα συνέβησαν τότε δεν είναι επαρκώς γνωστά, θυμίζουμε ότι με το Διάταγμα-ντιρεκτίβα 50215, στις 15 Δεκεμβρίου 1937, η ελληνική μειονότητα στο σύνολό της θεωρήθηκε ύποπτη. Βάσει του διατάγματος αυτού ξεκίνησε η λεγόμενη «Ελληνική Επιχείρηση» (Gretseskayia Operatsia) κατά την οποία συνελήφθησαν χιλιάδες Έλληνες, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν τόσο ντόπιοι Έλληνες Μαριουπολίτες όσο και Πόντιοι. Όσοι απ’ αυτούς δεν εκτελέστηκαν, εξορίστηκαν στη Σιβηρία σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Ταυτοχρόνως, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία, οι ελληνικές εφημερίδες, και απαγορεύθηκε η έκδοση ελληνικών βιβλίων, τα δε ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία πετάχτηκαν στη θάλασσα. Έκτοτε, η ελληνική μειονότητα, σύμφωνα με τη γραμμή του καθεστώτος, ανήκε στα «αντιδραστικά» έθνη, μαζί με τους Γερμανούς του Βόλγα και τους Τσετσένους. Οι διώξεις εναντίον των Ελλήνων συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1940 και ολόκληρα ελληνικά χωριά του Καυκάσου και όλοι οι Έλληνες της Κριμαίας, μέσα σε ελάχιστες ώρες, συγκεντρώθηκαν και εκτοπίστηκαν στην Κεντρική Ασία.
Για όποιον επιθυμεί να μελετήσει το θέμα, η βιβλιογραφία για τα γεγονότα αυτά τόσο στα ρωσικά όσο και στα ελληνικά εμπλουτίζεται συνεχώς. Οποίος επιθυμεί να προσεγγίσει την αλήθεια αρκεί να ξεφυλλίσει τα βιβλία του ιστορικού κ. Βλάση Αγτζίδη, όπως το «Παρευξείνιος Διασπορά» και «Κόκκινος Καπνάς και ο Ελληνισμός του Καυκάσου», που είχε την καλοσύνη να μου προσφέρει, όπου παρατίθεται πλήθος στοιχείων για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο συγγραφέας τους ήταν υποψήφιος βουλευτής Κιλκίς του ΣΥΡΙΖΑ, και ως εκ τούτου είναι μάλλον δύσκολο να κατηγορηθεί κι αυτός για ακροδεξιός ή αντικομμουνιστής!
Εν πάση περιπτώσει, λόγω της παλαιάς φιλίας μου και τιμώντας τη μνήμη του αείμνηστου Γιώργου Σανιχίδη, δεν επιθυμώ να απαντήσω στους ακραίους προς το πρόσωπό μου χαρακτηρισμούς του επιστολογράφου δρ. Κώστα Γ. Σαχινίδη.
Με εκτίμηση, Μάξιμος Χαρακόπουλος
Υ.Γ. Για τους Ποντίους, θύματα των σταλινικών διώξεων, οι επιζήσαντες Έλληνες της Ρωσίας, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, άρχισαν να αναγείρουν μνημεία, όπως στο χωριό Μερτσάν (φωτ.).