Κρέμεται απ’ τα χείλη του κάθε υπουργού που θα βγει στην τηλεόραση, για το τι θα πει και το τι θα ανακοινώσει. Αλλά φαίνεται πως μέσα σ’ αυτήν τη Συριζαϊκή… κλίκα, δεν γνωρίζει η δεξιά, τι ποιεί η αριστερά. Άλλος τα λέει έτσι κι άλλος αλλιώς. Και παίρνουν φωτιά και οι δημοσιογράφοι και βγαίνουν στα κανάλια και μας κάνουν «την καρδιά μας περιβόλι», που λέει ο λαός.
Αυτός ο ταλαίπωρος λαός, που δεν θα δει άσπρη μέρα για έναν αιώνα τουλάχιστον.
Πόσες περικοπές βρε παιδιά; Πέντε χρόνια περίπου τώρα, δεν κάνετε άλλη δουλειά, απ’ το να… πετσοκόβετε τις συντάξεις. Έλεος πια. Πώς θα ζήσει αυτός ο έρημος ο συνταξιούχος με τις πενταροδεκάρες που θα του αφήσετε, αν τελικά ισχύσουν αυτές οι περικοπές του 2019;
Πώς θα πληρώσει λογαριασμούς, φόρους, πώς θα πάρει τα φάρμακά του, που δεν είναι και λίγα, που σχεδόν πληρώνονται εις το ακέραιο απ’ τον πολίτη. Κατά τα άλλα έχουμε υγειονομική περίθαλψη.
Πώς θα συντηρήσει την οικογένειά του, αν έχει και παιδιά άνεργα! Γιατί έτσι γίνεται τώρα τα τελευταία χρόνια, οι νέοι κρέμονται στη σύνταξη του πατέρα. Αντιστράφησαν οι όροι. Κάποτε συντηρούσαν οι νέοι τους γέροντες γονείς τους, τώρα το αντίθετο.
Είναι μια αφύσικη κατάσταση βέβαια, αλλά θα μου πείτε τι είναι φυσιολογικό και λογικό στη χώρα μας! Είναι λογικό να πληρώνεις ΕΝΦΙΑ για κάποια ακίνητα που δεν εισπράττεις τίποτα; Ή μήπως είναι λογικό να πληρώνεις για το ίδιο σου το σπίτι, που το απέκτησες με χίλιες στερήσεις!
Μας έστυψαν σαν λεμονόκουπες και καυχώνται για πλεόνασμα. Και βέβαια θα υπάρξει πλεόνασμα, αφού μας πήρατε και τα… παντελόνια, για να μη χρησιμοποιήσω κάποια άλλη λέξη και φανώ… αθυρόστομη.
Και ο κ. Πρωθυπουργός χωρίς ντροπή μιλάει για ανάπτυξη!!! Κάθε μέρα κλείνουν επιχειρήσεις και καταστήματα και… οι εργαζόμενοι πετιούνται στον δρόμο.
Οι νέοι ξενιτεύονται για να βρουν την τύχη τους. Επιστήμονες με πτυχία και μεταπτυχιακά και χιλιάδες όνειρα, που εδώ δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούνε ποτέ παίρνουν των ομματιών τους. Κάποια μέρα συνάντησα έναν νεαρό φίλο μου και πάνω στην κουβέντα τον ρώτησα. «Παντρεύτηκες;».
«Όχι, χώρισα» μου λέει. «Ε δεν πήγαινε άλλο, έξι χρόνια δεσμός και αρραβώνας. Τουλάχιστον να τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του, μπας και μας χαμογελάσει η τύχη. Χωρίς δουλειά και οι δύο πώς να κάνεις οικογένεια!
Ο πατέρας μου στρατιωτικός, δεν μπορεί πλέον να μας βοηθήσει. Όπως τα ξέρεις, τους στρατιωτικούς τους έχουν γονατίσει. Έπεσαν επάνω τους με λύσσα, λες και είχανε προηγούμενα.»
Τον αγκάλιασα, «καλή τύχη παιδί μου» τον ευχήθηκα και χωριστήκαμε.
Αυτή είναι η κατάσταση στη χώρα μας δυστυχώς. Σε λίγο θα βγούμε στο δρόμο οι συνταξιούχοι με το… καπελάκι ανάποδα για ζητιανιά. Μήπως τα συσσίτια στις εκκλησίες και στα σχολεία, αυτά τα… αντίμετρα που λένε οι κυβερνώντες, ζητιανιά δεν είναι;
Κλείνω αυτό το άρθρο μου με μια ελπίδα, πως κάποτε θα φανεί ένα αμυδρό φως στο βάθος του τούνελ. Όπως λένε, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία…
Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά,
λογοτέχνη