Του Αγίου Αχιλλίου, περασμένο μεσημέρι. Το ’λεγες και νωρίς το απόγευμα. Στην πλατεία Ταχυδρομείου. Κάποιες ξεχασμένες παρέες Λαρισαίων πίνουν τις τελευταίες μπίρες πριν το μαζέψουν για σπίτι, για ξεκούραση. Οι αργίες δεν είναι πάντα εύκολες, μερικές φορές είναι και κοπιαστικές, ειδικά αν εξελιχθούν σε μια υπόθεση δημοσίων σχέσεων. Αρχίζουν από το πρωί με ατελείωτους καφέδες,γίνονται τσίπουρα το μεσημέρι και μπίρες «για το σβήσιμο» νωρίς το απόγευμα. Για ένα παράξενο λόγο οι άνθρωποι «φορτώνουν» με πολλές προσδοκίες τις αργίες τους, λες και αναζητούν σ’ αυτές τον χαμένο καιρό.
Από το βάθος του πεζόδρομου της Ασκληπιού πλησιάζει μια ανδρική φιγούρα, αρχικά αδιάφορη… Μετά, τραβά την προσοχή όλων μας. Είναι ένας παχύς άνδρας, ανάμεσα σαράντα πέντε και πενήντα- η αλλόκοτη κοψιά του δεν διευκολύνει ακριβείς προσδιορισμούς. Με ντύσιμο παλιομοδίτικο. Καιρό είχα να δω άνδρα με φαρδύ υφασμάτινο μπεζ παντελόνι, που συγκρατεί με κάτι στραβοδεμένες τιράντες και με σκούρο γκρι πουκάμισο. Βαδίζει και έχει τα χέρια του πιασμένα. Στο ένα κρατά ένα πλαστικό κύπελλο φραπέ, που αγόρασε προφανώς από κάποιο κοντινό «Μικέλ». Με το δεύτερο χέρι σέρνει μια... καρέκλα. Είναι μια παλιά ξύλινη καρέκλα, με όμορφο βιεννέζικο σχέδιο, πολυκαιρισμένη, με τους αρμούς της λασκαρισμένους.Πού να την βρήκε άραγε; Μάλλον σε τίποτε σκουπίδια όπου την παράτησαν οι ιδιοκτήτες της. Καθώς σέρνεται στις πλάκες του πεζοδρόμου, η καρέκλα κάνει θόρυβο, κι ο θόρυβος ακούγεται, γιατί είναι μεσημέρι, το λες και νωρίς το απόγευμα, και οι ιδιοκτήτες των καφέ έχουν κάπως χαμηλώσει τη μουσική, καμιά φορά περνά η Αστυνομία και πέφτουν πρόστιμα- ποτέ δεν ξέρεις. Προχωρώντας, ο άνδρας φτάνει στην κεντρική «γούβα» της πλατείας. Εκεί, απιθώνει την καρέκλα. Ο ίδιος κάθεται σε ένα μαρμαρένιο πεζούλι, ακουμπά το πλαστικό κύπελλο του φραπέ πάνω στην καρέκλα. Μετά παίρνει τον φραπέ στο χέρι και απλώνει τα πόδια του πάνω στην καρέκλα με μια κίνηση όλο... ξενοιασιά και μεγαλοπρέπεια.
Κάθομαι και τον παρατηρώ- η περιέργειά μου έχει χτυπήσει κόκκινο, το ξέρω πως δεν είναι πρέπον, αλλά το θέαμα, εκτός από απροσδόκητο, είναι και δημόσιο. Με τα πόδια πάντα απλωμένα στην καρέκλα –εικόνα από “greek kamaki” δεκαετίας ’70, ρουφάει απολαυστικά και με θόρυβο τον καφέ του. Μετά βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα, ανάβει μια «τσιγαριά» και την ρουφάει με γνήσια απόλαυση…
Ρε μπαγάσα, σε ζήλεψα σου λέω… Ναι, μα τον Θεό... Τι δεν θα ‘δινα κείνη την ώρα για ένα παγωμένο φραπέ και ένα τσιγάρο! Αλλά βλέπεις… τα έκοψα. Μεγαλώνοντας ο άνθρωπος αγαπά όλο και πιο πολύ τη ζωούλα του και παίρνει όλο και πιο σοβαρά τους γιατρούς. Λέγε – λέγε, έχεις πειστεί. Οι συνέπειες του τσιγάρου είναι βλαβερές, θα πάθεις καρκίνο, καρδιακά, αγγειοπάθειες, θα πάθεις προστάτη… Κι άμα αρχίσεις να ανησυχείς και για... προστάτη, άστα να πάνε φίλε, αρχίζεις και το μαζεύεις το νήμα σου. Σάματις ο φραπές; Σε πιάνει μια ταραχή, ανεβάζει πίεση, τι να σου κάνει το «ελαφρύ» χαπάκι που σου χορήγησε ο γιατρός; Μα εσύ ρε μπαγάσα, πώς τα καταφέρνεις κι είσαι έτσι «τούρμπο»; Πάνω – κάτω ίδια ηλικία είμαστε... Πώς μας φυσάς έτσι τον καπνό στα μούτρα;
Ο τύπος της πλατείας συνεχίζει τις αλλόκοτες κινήσεις του. Πετά το τσιγάρο, ρουφά και πάλι φραπέ, μετά σηκώνεται, λύνει τις τιράντες του, και τραβά το παντελόνι προς τα πάνω. Το παντελόνι όμως είναι φαρδύ και του πέφτει. Γελάμε όλοι καθώς τον βλέπουμε να έχει μείνει με το γαλάζιο μποξεράκι του. Μετά συμμαζεύεται, σιάζει τις τιράντες του, κάνει μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος μας -με ύφος παριζιάνου δανδή της «Μπελ Επόκ»-γελάει κι αρχίζει να... χορεύει. Η μουσική είναι ρυθμική,κάτι σαν κουβανέζικη «σάλσα» και έχει δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα εξωτισμού. Με λίγη φαντασία είσαι κιόλας στη Via Malecon στην Αβάνα. Εκείνος, με ύφος μποέμ, κουνάει τους γοφούς του, ή μάλλον την τεράστια κοιλιά του κι ο χορός θυμίζει έτσι... τσιφτετέλι. Το θέαμα πια είναιαστείο, κωμικό, –για φαντάσου, «l’ almadeCuba» στην πλατεία Ταχυδρομείου, στην καρδιά της πόλης, αργά το μεσημέρι, το ’λεγες και νωρίς το απόγευμα!
Και κει σε ζήλεψα ρε μπαγάσα! Γιατί εμένα το παντελόνι μου με στένευε αφόρητα μετά από τόσες μπίρες, αλλά τι να κάνω, η μόδα τα θέλει όλα πολύ στενά και δεν γίνεται να είσαι τελείως εκτός μόδας. Μπορώ νομίζεις να ξαναγίνω ο «επαναστατημένος» νεαρός που ντυνόταν αντισυμβατικά, όπως νόμιζε με κείνη την εξαίσια αφέλεια της ηλικίας; Δεν μπορώ. Έχω συμβιβαστεί πια. Παίζω άμυνα.
Το μεσημεριάτικο σόου της πλατείας έλαβε σε λίγο ένα «απρόσμενο τέλος», όπως λένε οι δημοσιογράφοι των τηλεοπτικών δελτίων με τα κακά τους ελληνικά. Ο τύπος -σεληνιασμένος από τη μουσική;- άρπαξε ξαφνικά την καρέκλα, κι άρχισε να την χτυπάει με δύναμη πάνω στο μαρμαρένιο πεζούλι. Σε λίγο δεν κρατούσε στα χέρια του παρά ένα σωρό από σπασμένα ξύλα… Κι έτσι τέλειωσε κάπως ξαφνικά, απότομα, η ιστορία μιας καρέκλας που σίγουρα ήταν κάποτε έπιπλο ενός καλού αστικού λαρισαϊκού σπιτιού όπου, μαζί με τους ενοίκους του, έζησε χαρές και λύπες, πήρε μέρος σε γιορτές, βεγγέρες και χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, φιλοξένησε οπίσθια επισκεπτών και επισκεπτών, άκουσε κουβέντες, οικογενειακά μυστικά και ψίθυρους, αναστεναγμούς και επιφωνήματα χαράς, όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα που είναι η ζωή. Και τώρα, ένας σωρός ξύλα πεταμένα στα μάρμαρα της πλατείας. Τι άδοξο τέλος για μια τόσο πολύχρονη και ένδοξη ζωή!
Ναι ρε μπαγάσα, σε ζήλεψα… Σε έβλεπα να απομακρύνεσαι αμέριμνος και μ’ έπιασε μελαγχολία. Εντάξει, σαλεμένο μυαλό είσαι και συ, έχεις και συ τα δικά σου, αλλά ζήλεψα την ανεμελιά και την ελευθερία σου. Ότι μπορείς να χορεύεις «σάλσα» μέρα μεσημέρι στο καράκεντρο της πόλης και να ’σαι μες στην καλή χαρά, την ώρα που εμείς στην παρέα μιλούσαμε για τις νέες περικοπές στον μισθό, και εξετάζαμε πόσο θα πάει ο ΕΝΦΙΑ εάν υπολογιστεί με βάση τις νέες αντικειμενικές τιμές ακινήτων.
Σε ζηλεύω ρε μπαγάσα που... δεν έχεις καμιά αγωνία για κανένα μέλλον, ενώ εμένα άρχισε να με πιάνει κιόλας κατάθλιψη σκεπτόμενος ότι το δικό μου μέλλον είναι αυτό ενός συνταξιούχου των επτακοσίων ευρώ- τρεισήμισι κατοστάρικα το δεκαπενθήμερο να καταλάβεις.
Σε ζηλεύω ρε συ που δεν σε ψάχνει κανένας και κανένας δεν νοιάζεται για σένα, πού είσαι, πού γυρνάς και τι κάνεις. Που δεν σε παίρνει κανένα τηλέφωνο η γυναίκα να σου θυμίσει να περάσεις απ΄ το σούπερ μάρκετ και να αγοράσεις χαρτιά υγείας και απορρυπαντικά. Που δεν σου τηλεφωνούν τα κακομαθημένα παιδιά που ανέθρεψες,που σε θυμούνται μόνο και μόνο για να σου ζητήσουν λεφτά, και ξανά λεφτά – αλήθεια πόσα πρέπει να δώσει κανείς για να θεωρηθεί «καλός πατέρας»;
Σε ζηλεύω που αύριο δεν έχεις να πας σε καμιά δουλειά, να σου τη σπάσει ο ξινισμένος προϊστάμενος, παρά μονάχα ελεύθερος «σαν τα πτηνά του ουρανού», θα τριγυρνάς στους δρόμους βέβαιος ότι κάποια θεία πρόνοια θα σου εξασφαλίσει λίγο φαί και – οπωσδήποτε- μια φραπεδιά και ένα τσιγάρο.
Χάθηκε στο βάθος του δρόμου ο απρόσκλητος επισκέπτης της πλατείας… «Κρίμα τον καημένο» είπε κάποιος απ’ την παρέα. Κι αφηρημένος καθώς ήμουνα, δεν μπόρεσα να διευκρινίσω αν το ‘λεγε για κείνον ή για μένα… Κι είχε πιάσει για τα καλά απόγευμα και ’γω πολύ κουρασμένος για να καθίσω να κάνω κι άλλες σκέψεις…
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr