Θεωρώ δύσκολο να συλλάβω τη δική μου αλήθεια. Εκείνα που έγιναν, μια τα βλέπω έτσι, μια τα βλέπω αλλιώς. Στη ζωή έρχονται γεγονότα που σε μεταμορφώνουν, σου αλλάζουν γνώμες και αποφάσεις. Η μάνα είναι εκεί, ή δίπλα ή πιο πέρα.
Θεωρώ ψεύτη όποιον για τον εαυτό του πει, εγώ ‘ποτέ’, εγώ ‘πάντα’, διότι ο εαυτός μας είναι το πλάσμα με το οποίο γνωριζόμαστε λιγότερο.
Στην κοιλιά της μάνας μου κουνούσα χέρια πόδια. Τώρα, μέσα μου υπάρχει γι’ αυτήν ένα τραγούδι που με πιέζει.
Έκλεισε για πάντα τα μάτια της την ημέρα της εορτής της Αγίας Ειρήνης.
Μεγαλώνοντας έμαθα για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τους αγώνες που έκανε για να με μεγαλώσει, να βρει τον άνδρα της, να μεταναστεύσει μαζί του επιτέλους, αφού τον ξαναβρήκε όταν το παιδί της ήταν πλέον 11 χρονών.
Υπερπροστατευτική για τον μοναχογιό της, μην πέσει, μην χτυπήσει, μην αρρωστήσει.
Οι σχέσεις μητέρας και πατέρα τυπικές. Η οικονομική εξάρτηση απ’ τον ‘σφιχτό’ πατέρα-σύζυγο εμφανής. Το παιδί το αγαπούσαν αλλά δεν έπρεπε να το ξέρει… Ούτε αγκαλιές, ούτε φιλιά, ούτε χάδια, ούτε έπαινοι. Άλλες αρχές τότε είχαν οι άνθρωποι.
Η μητέρα μου, νομίζω πως πρέπει να είχε ενοχές για το παιδί της, διότι ποτέ δεν σ’ αφήνουν οι ενοχές για το παιδί σου. Γυναίκα με φοβίες, χωρίς σθένος. Ο σύζυγος απέφευγε τις ευθύνες.
Με την παραμικρή στραβοτιμονιά η μάνα κλυδωνιζόταν. Λιγόψυχοι κι οι δυο απομακρύνονταν από τις μεγάλες αγωνίες. Η μητέρα εμφανέστατα κουβαλούσε μέσα της αρκετό ανθρώπινο πόνο, τον οποίο δεν εκδήλωνε, κι αυτός περιστρεφόταν μέσα της σαν φίδι κολοβό και την φαρμάκωνε.
Το σώμα της μάνας, αφού αντέχει να πονάει τόσο, είναι ιερό. Ένα σώμα που γεννάει είναι ιερό.
Οι μητέρες μας μεγάλωσαν στον πόλεμο ως κορίτσια, μετά ως γυναίκες, σύζυγοι, ανάμεσα σε μια ριζωμένη παράδοση και μια συντηρητική μητρότητα.
Και οι γονείς έχουν ψυχή, ιδίως οι μητέρες οι οποίες, επί αιώνες, ήσαν αδικημένες και καταπιεσμένες. Δεν γνώριζαν επιρροές, δεν είχαν πληροφορίες.
Σήμερα, εμείς, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, ακολουθούμε άλλες μεθόδους, πιο χαλαρές, πιο συναισθηματικές, πιο καρδιακές, πιο φυσικές.
Σχέση δίχως εμπιστοσύνη, ανταλλαγή, αμοιβαιότητα, συμφωνία δεν είναι σχέση.
Στη γέννηση, στον έρωτα, στη φτώχεια, στην απόρριψη απ’ την οικογένειά της, στις περιπέτειες του μυαλού της, έτσι όπως είναι ο άνθρωπος, ο κόσμος, η ανίδεη σ’ όλα αυτά μητέρα μου, έμαθε να κολυμπάει με το ένστικτο.
Σιγά-σιγά, με υπομονή, χωρίς συγκρούσεις, με πολλές στερήσεις και ακόμα περισσότερες προσβολές, έβαλε σε μια σοφή τάξη τα πράγματα της ζωούλας της.
Η μητέρα μου, από πολύ νωρίς ορφανή, ο πατέρας της σκοτώθηκε στον ανεμόμυλό του όταν εκείνη ήταν 6 χρονών, με άλλα 4 αδέλφια και ότι ακολούθησε στη ζωή της, δεν υπήρξε ποτέ χορτάτη συναισθηματικά για να ισορροπήσει.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέει το εξής σοκαριστικό: ‘Εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού’.
Όλα τα μέλη της οικογένειας, σύμφωνα με τους άγραφους νόμους του νησιού, έπρεπε να δουλεύουν για να καλοπροικιστεί η πρωτοκόρη και κληρονόμος των πάντων.
Η μητέρα μου γεννήθηκε… δεύτερη! Παντρεύτηκε πρώτη στα δεκαεφτά της. Στα δεκαοχτώ της γεννήθηκε ο μοναχογιός, ένα καινούριο πλασματάκι.
Καθένας μας είναι εν τέλει, ξένος για τους υπολοίπους, ακόμη και για τους γονείς του, λένε οι ψυχολόγοι. Ιδίως για τους γονείς του!
Στα δεκαοχτώ της η μητέρα μου ενηλικιώθηκε, διότι η ενηλικίωση του ανθρώπου αρχίζει όταν αποκτήσει και αναλάβει παιδί.
Ο Ιησούς στο τέλος της ζωής του απευθύνθηκε στον Πατέρα του κατά το Μυστικό Δείπνο ( προσευχή της Μεγάλης Πέμπτης, στη Σταύρωση), διαβεβαίωσε το Θεό ότι αυτούς που του εμπιστεύτηκε τους κράτησε σώους, δηλαδή τους δώδεκα Αποστόλους. Στις μητέρες ο Θεός εμπιστεύεται το ή τα παιδιά τους.
Η σχέση με το παιδί σου ποια είναι; Πως του φέρθηκες; Πόσο του στάθηκες; Πόσο νοιάστηκες για κείνο; Πόσο του έδειξες την αγάπη σου;
Σε ορφανοτροφεία της Ρωσίας έγινε έρευνα πάνω σε βρέφη. Όλα τα φρόντιζαν με τον ίδιο τρόπο. Όμως εκείνα που τα αγκάλιαζαν, τους μιλούσαν, τα χάιδευαν εμφάνιζαν εντυπωσιακή ανάπτυξη. Όσα τα άφηναν μόνα στο κρεβάτι υστερούσαν στην ανάπτυξή τους και τα πιο ευαίσθητα πέθαιναν.
Η μάνα όλα τα σκεπάζει με τα λουλούδια της αγάπης της όπως το πτώμα του νεκρού.
Η μητέρα μου έζησε στη σιωπή, ίσως γιατί η μεγάλη αγάπη όπως και ο μεγάλος πόνος ζούνε βουβά. Η διαδρομή μου μαζί της κράτησε εβδομήντα τρία χρόνια. Διαδρομή δυσκολίας, πόνου, απόγνωσης, ελπίδας, προκειμένου να φθάσω σ’ αυτήν την ηλικία και να είμαι μαζί της μέχρι την ημέρα της Αγίας Ειρήνης οπότε και πέθανε.
Τις τελευταίες ημέρες της έδινα μόνο λίγο νερό με το κουταλάκι. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπό της, όταν τα μάτια της ήταν ακόμη ανοιχτά και με κοιτούσαν.
Ήταν από τις πιο τρυφερές στιγμές της ζωής μου. Τώρα από κει πάνω με βοηθάς πιο πολύ μητέρα. Το ξέρω!
* Γράφει ο Τζίνο Πολέζε