Οι ίδιοι οι Έλληνες, όμως, αρνήθηκαν και ακόμη αρνούνται να διδαχθούν τόσο από την, επί πολλές γενιές, διδασκαλία της τραγικής ποίησης στα σχολεία τους όσο και από την βίωση ακραίων καταστάσεων όπως ήταν (κι ακόμη είναι) η οικονομική κρίση της τελευταίας οχταετίας ή η τραγωδία της Κύπρου ή άλλες εθνικές καταστροφές, εμφύλιοι, αντιδημοκρατικές εκτροπές, πτωχεύσεις κ.ο.κ..
Ανήκουμε, λοιπόν, στα έθνη που αρνούνται, πεισματικά, να διδαχθούν τόσο από τη θεωρία όσο και από την πράξη και γι΄ αυτό εξακολουθούμε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Είμαστε, δηλαδή, με κάποιο τρόπο, ανεπίδεκτοι μαθήσεως πράγμα που, κατά το μάλλον ή ήττον, έρχεται σε αντίθεση με την μεγάλη ιδέα που έχουμε, ως συλλογικό υποκείμενο, τόσο για την ευφυΐα μας όσο και για τα υποτιθέμενα σπουδαία προσόντα μας.
Ως εκ τούτου δεν αξιοποιήσαμε για παράδειγμα την εμπειρία από τις προγενέστερες έξι χρεοκοπίες μας ώστε κάνοντας συνετή χρήση των κοινοτικών πόρων που εισέρρευσαν στη διάρκεια του πρώτου μεταπολιτευτικού κύκλου να δημιουργήσουμε παραγωγικές δομές ανθεκτικές στο χρόνο. Αντιθέτως, τους σπαταλήσαμε σε πολυτελή διαβίωση ενώ διαπρέψαμε, ως «τσιφτετέλληνες», στους πολιτιστικούς «ναούς» των πόλεων και της Εθνικής Οδού.
Ούτε οργανώσαμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα στη βάση των -κατά Κριμιζή- τριών Άλφα (Αξιολόγηση, Αξιοκρατία, Αριστεία) ώστε να το μετατρέψουμε σε μοχλό ανάπτυξης της χώρας. Καλλιεργήσαμε, όμως, και, δυστυχώς, ακόμη καλλιεργούμε στο Πανεπιστήμιο, στη Δικαιοσύνη, στη Δημόσια Διοίκηση ακόμη και στις ένοπλες δυνάμεις τον κομματισμό, τον «οπαδισμό», τις πελατειακές σχέσεις και την ευνοιοκρατία. Στην πολιτική δε στηρίξαμε ακραία φαινόμενα οικογενειοκρατίας που συνιστούν και τον εκφυλισμό της.
Μπορεί, μετά από την εφαρμογή των τριών επώδυνων «μνημονίων» και τις μονομερείς, σχεδόν, θυσίες των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, η οικονομία μας, με τη συνδρομή των δανειστών-εταίρων και του Ζ. Κλ. Γιουνκέρ, να ετοιμάζεται για μια «καθαρή έξοδο» στις αγορές αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θεραπεύτηκαν οι «πάγιες» αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος. Τουναντίον υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι παθογένειες παραμένουν παρά τις δημοσιονομικές επιτυχίες του οικονομικού επιτελείου υπό τον Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Διότι όταν επιλέξαμε να παραμείνουμε στην Ευρώπη επιλέξαμε και να γίνουμε Ευρώπη. Επιλέξαμε, δηλαδή, να ακολουθήσουμε τον δύσκολο δρόμο του εξορθολογισμού των δομών στη Δημόσια Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στην Εκπαίδευση, στην Υγεία και στην Οικονομία ώστε να εναρμονισθούμε στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Αυτό σημαίνει ότι εμείς, ως απλοί πολίτες, οφείλουμε να αποσυνδεθούμε από τον παλαιοκομματισμό και η πολιτική «τάξη» οφείλει, με θαρραλέες θεσμικές αλλαγές, να αποσυνδεθεί πλήρως από τον οικονομικό (μεγάλο και μικρό) παρασιτισμό και να απαρνηθεί τον λαϊκισμό.
Εμβληματικό παράδειγμα για το ότι οι παθογένειες παραμένουν στο ακέραιο-για να επανέλθουμε-αποτελεί η πρόσφατη παραίτηση του Σταμάτη Κριμιζή από τη θέση του στον ΕΛΔΟ (Ελληνικό Οργανισμό Διαστήματος). Η περίπτωση αυτή ανέδειξε πλήρως, ακόμη μια φορά, ότι το πολιτικό μας προσωπικό, στο σύνολό του, αδυνατεί να υπερβεί εαυτόν, αδυνατεί να ξεπεράσει την κομματική λογική του ελέγχου ακόμη και των υπηρεσιών του διαστήματος και αδυνατεί, εν τέλει, να υπηρετήσει σωστά την πατρίδα.
Επιπροσθέτως, η έμμεση αποπομπή του κορυφαίου μας επιστήμονα, έστειλε ένα μήνυμα άρνησης στους απανταχού διαπρέποντες Έλληνες επιστήμονες της διασποράς ότι η πατρίδα δεν τους χρειάζεται, δεν τους εμπιστεύεται. Έστειλε δε και ένα ακόμη μήνυμα στους εδώ άξιους σπουδαστές και επιστήμονες κι αυτό συνιστά, όντως, μία ακόμη τραγωδία: καλώς φεύγετε σε άλλα μέρη, διότι εδώ οι πανεπιστημιακές θέσεις (ακόμη και οι διοικητικές) είναι κλεισμένες για τα παιδιά μας, για τις γυναίκες μας, τους κουμπάρους και τους κομματικούς μας φίλους.
Δύο ανάλογα παραδείγματα από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν δείχνουν αυτή την καταστροφική διαχρονική και διακομματική νοοτροπία στην χώρα μας. Το πιο πρόσφατο ήταν η «αποβολή» του νυν ανεξάρτητου βουλευτή κ. Θεοχάρη από τη θέση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. Ήταν και τότε μια νίκη των συμφερόντων εκείνων που αντιμάχονται τη δημιουργία ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους στην Ελλάδα.
Το παλαιότερο παράδειγμα αφορά τον κορυφαίο Έλληνα Φυσικό Δημήτρη Νανόπουλο του οποίου η αίτηση μετάκλησης απορρίφθηκε από το εκλεκτορικό σώμα του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εδώ το πρόβλημα ήταν σχετικό με το γνωστό: «αυτός θα μας φέρει καινά δαιμόνια και θα μας χαλάσει τη σούπα».
Το δράμα μας μεγεθύνεται καθώς, ενώ ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ρευστότητας, με τα γεω-στρατηγικά παίγνια να δίνουν και να παίρνουν (π.χ. Συρία) γεμίζοντας με ανασφάλεια τα μικρά έθνη, εμείς συνεχίζουμε να τοκίζουμε, δεξιοί κι αριστεροί, σε πολώσεις που, κάποιες φορές, «ακουμπούν» ακόμη και σε εμφύλια πάθη.
Ως εκ τούτου η πορεία μας προς το μέλλον θα είναι ενδιαφέρουσα μεν, αλλά θα έχει μεγάλες δυσκολίες και πολλά αγκάθια, ιδιαίτερα δε αν δεν καταφέρουμε να συμπτύξουμε ένα συμπαγές εθνικό μέτωπο στα κρίσιμα θέματα (Σκοπιανό, Ελληνοτουρκικά…) και εν όψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης για το χρέος.
Είναι περισσότερο από σαφές, λοιπόν, ότι αυτή η χώρα, αυτός ο λαός με αυτή την ηγεσία δεν διορθώνονται με τίποτε. Πολλοί θεωρούσαν ότι μια τραγωδία όπως είναι η έργω χρεοκοπία που ακόμη ζούμε θα έδινε τα απαραίτητα μαθήματα σε όλους μας έτσι ώστε να μετεξελιχθούμε σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκού τύπου, κράτος. Εις μά-την, όμως, οι προσδοκίες.
Τριάντα οχτώ χρόνια στον πυρήνα της Ευρώπης και δεκαεφτά χρόνια στην ευρωζώνη δεν στάθηκαν ικανά να μας αλλάξουν παρά μόνον επιφανειακώς. Πολλοί, επίσης, πίστεψαν ότι η παρουσία της «τρόϊκα» θα δρομολογούσε βήμα-βήμα τη σταδιακή μας προσαρμογή στο ευρω-σύστημα καθώς οι μεταρρυθμίσεις συνδέθηκαν με τη χρηματοδοτική ενίσχυση. Και πάλι οι ελπίδες αποδείχτηκαν φρούδες.
Είμαστε ως λαός και ηγεσία ανεπίδεκτοι μαθήσεως λοιπόν; Θα λέγαμε ότι έχουμε την πολυτέλεια να παραμένουμε αδιόρθωτοι καθότι έχουμε την τύχη να ζούμε σε ένα από τα καλύτερα «οικόπεδα» του πλανήτη στο οποίο έλαχε(;) να αναπτυχθεί και ο σημαντικότερος πολιτισμός από τότε που υπήρξαν οργανωμένες κοινωνίες. Αυτή η «κληρονομιά» μας αναγέννησε μεν ως έθνος αλλά μας «διέπλασε», ταυτοχρόνως, όπως εκείνα τα κακομαθημένα παιδιά που ζουν σε υπερ-προστατευμένο περιβάλλον.
Είμαστε, λοιπόν, τα «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» που αρνούνται να υποταχθούν σε κανόνες κι αυτό στους καιρούς μας, στο σύγχρονο κόσμο, μπορεί να συνιστά μια ακόμη τραγωδία.
Από τον Δημήτριο Νούλα
* Ο Δημήτρης Νούλας είναι χημικός