Τι είν’ αυτά που ξεστόμισες για τον Σαγγάριο και για ανθρώπους που θα γίνονταν εκεί «παστά ψάρια»; Το διανοείσαι μωρέ ότι μιλάς για ανθρώπους κι ότι είμαστε στον 21ο αιώνα πια; Άμποτε γινόταν να σου πω μια ιστορία για τον Παναγιώτη Γκ… του Θεοχάρους, γιο πολυμελούς οικογενείας από ορεινή Κοινότητα του Ολύμπου θα το σκεφτόσουνα δυο και τρεις να μιλήσεις.
Αχ βρε Παναγιωτάκη... Ο Θεός να αναπάψει την πονεμένη την ψυχούλα σου… Που τόσο ταλαιπωρήθηκε σ’ αυτήν τη ζωή… Πόσο να ’σουνα; Να ’σουνα ας πούμε 22- 23 χρονών παλικαράκι όταν αντίκρισες τον ποταμό Σαγγάριο και τα υψώματα του Καλέ Γκρότο; Κάπου τόσο. Και τι είναι ο άνθρωπος 22 χρονών; Να, ένα παιδί είναι… Στα 22 του, σήμερα, ο γιος μου παίζει όλη μέρα παιχνίδια στο κινητό και ποστάρει φωτογραφίες στο Instagram. Μου ζητάει λεφτά και του δίνω, βγαίνει έξω να πάει να βρει την παρέα του εκεί κατά τα μεσάνυχτα, ξενυχτάει, μου ’ρχεται σπίτι ξημερώματα και μετά κοιμάται ως το μεσημέρι… Κι εγώ λέω, άι, μικρός είναι ακόμη, θα τον κόψει το μυαλό… Άστον τον κερατά να κοιμηθεί… Και γεμάτος λαχτάρα κάθομαι και τον κοιτάω. Πάω απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο, τάχαμου ότι κάνω δουλειές, κι όλο του ρίχνω κλεφτές ματιές…
Ο Παναγιωτάκης δεν τον χόρτασε τον ύπνο, έπεσε σε άσχημους καιρούς, σε λάθος φάση της ιστορίας. Γιατί ο Βενιζέλος, για τον Λευτέρη μιλάμε, όχι τον τωρινό, οι τωρινοί είναι σκιαγμένοι, όταν λοιπόν είπε ο Λευτεράκης να περάσει απέναντι, στα παράλια τα μικρασιάτικα, πού νομίζεις ότι βασίστηκε; Στους Θεσσαλούς βασίστηκε. Σ’ όλα αυτά τα παιδεμένα αλλά και «ψημένα» παιδιά των αγροτών που έμπαιναν μικροί - μικροί στο χωράφι, ξεχέρσωναν και με σιδερένια χέρια άρπαζαν τα βόδια και το αλέτρι κι όργωναν. Αυτούς έστειλε, μ’ αυτούς προχώρησε…
Και η γιαγιά Βασίλω, η μάνα του, δεν τον ξαναείδε για χρόνια τον «Παναϊώτ». Μοναχά καθόταν παράμερα στο τζάκι, ανακάτευε υπομονετικά το φαΐ στην πυροστιά, κι απ’ το στενό παράθυρο του σκοτεινού πετρόχτιστου σπιτιού αντίκριζε τις απέναντι κορφές του Ολύμπου. Σαν όλες τις Θεσσαλές μανάδες τότε, περίμενε κι αυτή να ’ρθει μια μέρα να τον ξαναδεί… Καημός... Και πόσους καημούς να χωρέσουν, να κλείσουν μέσα τους τα χοντρά πέτρινα ντουβάρια των θεσσαλικών αγροτόσπιτων, μου λες;
Το μαντάτο ήρθε απ’ τη Χωροφυλακή. Που παρέδωσε ένα χαρτί στην οικογένεια ότι ο «Παναγιώτης Γκ. του Θεοχάρους νοσηλεύεται εις το «Τζάνειον Νοσοκομείον Πειραιώς» τραυματισθείς εις την μάχην παρά τω Σαγγαρίω ποταμώ».
Πώς να το πήρε η θειά η Βασίλω, αναρωτιέμαι… Ψύχραιμα; Κυριεύτηκε από αγωνία, από ανησυχία;
- Εμ, εσύ τι λες; Μάνα ήταν, αλλάζει ποτέ η μάνα;- με επιτίμησε κάπως μια θειά μου που μου διηγιόταν την ιστορία.
Εκείνο που προσπαθώ να καταλάβω, είναι το αίσθημα του αποκλεισμού. Οι σημερινοί, στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης, θα τρέχαμε αλλόφρονες στο Νοσοκομείο. Να ρωτήσουμε, να μάθουμε, να δούμε το παιδί, να τάξουμε και κάτι τις αν είναι δυνατόν στον γιατρό, να το κοιτάξει καλύτερα… Η Βασίλω να έκανε τι; Και να πήγαινε πού; Και πώς; Αλλά τι να καταλάβεις; Άμα δεν ζεις τα γεγονότα, τις εποχές, το κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ό,τι και να υποθέσεις πάντα λειψό θα είναι.
Τυπικά, και από παθολογικής απόψεως, ο Παναγιωτάκης επέστρεψε στο χωριό υγιής- κάτι ουλές μονάχα στο πρόσωπο απ’ τα θραύσματα της οβίδας που τους τίναξε στον αέρα. Θα κάνανε χαρές, δεν θα κάνανε στο σπίτι του Θεοχάρη; Μα ο Παναγιώτης δεν έκανε καμιά χαρά, μοναχά κοίταζε τους άλλους γύρω, με βλέμμα θολό, αδιάφορο… Σαν τίποτε από όλα αυτά να μην τον αφορούσε πια… Μιλούσε πολύ λίγο – αυτός που δεν τον έφτανες από μασλάτια και χωρατά- και κάθε τόσο άφηνε μια κραυγή που έμοιαζε μουγκρητό, αλλά που στο τέλος κατέληγε να ακούγεται στους άλλους κάπως κωμική:
- Σαγγάριουουουους !
Και τότε το μάτι του Παναγιώτη θόλωνε ακόμη πιο πολύ, έβαζε τα χέρια στο πρόσωπο σαν από κάτι να ήθελε να προστατευτεί, σαν να ήθελε να διώξει φριχτές εικόνες που εγγράφηκαν στο μνημονικό και δεν τον άφηναν ποτέ πια να ησυχάσει.
Το χωριό, η μικρή κοινωνία, είναι ανελέητα… Κάτι πιτσιρικάδες στην αρχή, αλλά και οι μεγαλύτεροι μετά, του κόλλησαν το παρατσούκλι. Και μόλις τον έβλεπαν, τον έπαιρναν στο κατόπιν:
- Ουουου Σαγγάριουουουους… Ντου ρε... Ντου…
Κι εκείνος έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε να πάει να κρυφτεί, να μπει στο σπίτι μέσα, να σφαλίσει την πόρτα και μετά να πάει στη Βασίλω που καθόταν πάντα δίπλα στην πυροστιά, να βάλει το κεφάλι του στην ποδιά, μικρό απροστάτευτο πουλί, για να του χαϊδέψει τα μαλλιά.
Πάνω σε μια τέτοια «πρόγκα» ήτανε που ο «τρελός του χωριού» -ρόλος που είχε αποδοθεί πια σταθερά από τους συγχωριανούς στον Παναγιώτη- δεν το ’σκασε να πάει να κρυφτεί. Παρά άρπαξε ένα απ’ τα αλητόπαιδα του μαχαλά κι αν δεν τον έπαιρναν χαμπάρι από τις φωνές που έμπηξε το τσούρμο, θα το έπνιγε επί τόπου.
Κατόπιν διαταγής των αρμοδίων Υγειονομικών Αρχών και τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως, ο Παναγιώτης Γκ. του Θεοχάρους, μεταφερθείς, εγκλείστηκε εις το «Φρενοκομείον Ζώρζη και Ταρσής Δρομοκαΐτου», - κοινώς «Δρομοκαΐτειο»- άνευ πολλών διατυπώσεων ή αντιρρήσεων.
- Και να σου πω και κάτι; μου κάνει η θεια. Αν θες να ξέρεις, εξόν απ΄ τη Βασίλω, όλοι χαρήκαν που τον πήρανε. Πρώτα οι αδερφάδες του, γιατί πώς θα παντρεύονταν; Ποιος ήθελε να μπλέξει με την οικογένεια του «τρελού», του «δαιμονισμένου»; Αμ ο άλλος ο αδερφός; μια χαρά του ’κατσε κι αυτουνού να πάρει μοναχός όλα τα χωράφια του Θεοχάρη. Αλλά, να, δω τους το ‘χω - έκανε η θεια χτυπώντας με τα χέρια το στήθος- δεν το χωνεύω που δεν νοιάστηκαν καν να δουν τι απέγινε; Ζούσε, πέθανε, πώς; Αδερφός τους ήταν…
Δεν ξανακούστηκε τίποτε πια για τον ήρωα αυτόν του Σαγγάριου και του Καλέ Γκρότο και μήτε κανείς τον ξανάδε. Σαν τι να ακουστεί; Για το χωριό ήταν κάτι σαν «ένοχο μυστικό» που καλό θα ήταν να ξεχαστεί. Για το Κράτος, ένας κόκκος στη μεγάλη αμμούδα της ματωμένης ιστορίας της Μικρασίας. Δράματα, δράματα, δράματα, ποιο να πρωτοπείς, για ποιο να πρωτοκλάψεις;
Χρόνια αργότερα, κάποιος συγχωριανός, κάπου βρέθηκε, κάτι άκουσε και μετέφερε την πληροφορία στο χωριό ότι «τον Παναγιωτάκη τσ’ Βασίλαινας τον είχαν μεταφέρει μεταπολεμικώς στο Ψυχιατρείο Λέρου, όπου και απεβίωσε. Ένας Λεριός μάλιστα, υπάλληλος του Ψυχιατρείου τους είχε πει ότι πρέπει να ήταν εκείνος ο ψηλός και αποστεωμένος άνδρας με το θολό βλέμμα, που ήταν ακίνδυνος και που όλη μέρα έκανε βόλτες στην αυλή του Ψυχιατρείου φωνάζοντας κάθε τόσο «Σαγγάριουουουους»…
Κύριε και Θεέ μου… Εσύ που για τα πάντα νοιάζεσαι, συγχώρεσε τον δούλο σου Παναγιώτη, μια ψυχούλα ήτανε, και βάλε λίγο μυαλό σ’ αυτόν τον ασεβή «σουλτάνο» που κάθεται τώρα στη γη της Μικρασίας και δεν ξέρει τι λέει...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr