Παρόλα αυτά, όμως, δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην κεντρική πολιτική σκηνή της μεταπολεμικής Ελλάδας, καίτοι την επιδιώκουν διάφορα μικρά, ως επί το πλείστον, πολιτικά κόμματα, αλλά και την υποσχέθηκε στον ελληνικό λαό το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του Ανδρέα Παπανδρέου την εποχή της παντοδυναμίας του. Την καθιέρωσε, ωστόσο, μόνο για την εκλογή συνδικαλιστικών οργάνων με το νόμο 1264 του 1982, αν και ήταν, τότε, στο χέρι του, να την καθιερώσει και για την ανάδειξη των μελών του ελληνικού κοινοβουλίου. Αλλά δεν το έπραξε... γιατί τάχα; μήπως, γιατί γνώριζε, ότι πολύ δύσκολα εξασφαλίζονται μ’ αυτή αυτοδύναμες και σταθερές κυβερνήσεις και το ισχύον, τότε, εκλογικό σύστημα του εξασφάλιζε την αυτοδυναμία, ή μήπως γιατί γνώριζε και επεδίωκε κάτι άλλο; Για να απαντήσει κανείς στο συγκεκριμένο ερώτημα, αρκεί, πιστεύω, να εντοπίσει τα κέρδη αλλά και τις ζημιές, που προέκυψαν απ’ την καθιέρωση, αυτά τα χρόνια, της ανόθευτης αναλογικής στο συνδικαλισμό, και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Στα πλαίσια αυτά, λοιπόν, και χωρίς αμφιβολία, το μεγαλύτερο κέρδος απ’ την καθιέρωση της ανόθευτης αναλογικής στο συνδικαλισμό συνίσταται στο γεγονός, ότι, μέσω αυτής, δόθηκε η δυνατότητα να εκπροσωπούνται και να εκφράζονται στα συνδικαλιστικά όργανα, γνήσια αναλογικά, όλες οι συνδικαλιστικές δυνάμεις, μεγάλες ή μικρές, και χωρίς κανένα αποκλεισμό, με αποτέλεσμα ν’ ακούγεται σ’ αυτά η φωνή και οι απόψεις όλων των κοινωνικών τάσεων. Αυτό, άλλωστε, αποτελεί βασικό γνώρισμα της Δημοκρατίας. Επί πλέον και εκτός των άλλων, αυξήθηκε εξ αιτίας της, στην αρχή, τουλάχιστον, της καθιέρωσής της, η συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικαλιστικά δρώμενα, γνώρισμα και αυτό της Δημοκρατίας. Δυστυχώς, όμως, στην πορεία, και ενώ οι εργαζόμενοι είχαν κοινά προβλήματα, αντί να διεκδικούν την επίλυσή τους μονιασμένα, άρχισαν να περισσεύουν οι συγκρούσεις μεταξύ συνδικαλιστικών παρατάξεων και συνδικαλιστών, και να απουσιάζουν, συνήθως, οι συνθέσεις απόψεων δίνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την εντύπωση, ότι ο διάλογος στη χώρα μας, όπου γεννήθηκε αυτός και η Δημοκρατία, όσες φορές επιχειρείται, γίνεται μεταξύ κωφών, αφού, τις πιο πολλές φορές, δεν καταλήγει σε κάποιο αποτέλεσμα. Αυτό και το γεγονός, ότι με την ανόθευτη αναλογική, πολύ σπάνια, εξασφαλίζει μια παράταξη το 50+1 των προτιμήσεων των εργαζομένων, είχε και έχει σαν συνέπεια να ξημεροβραδιάζονται, συνήθως και επί μακρόν, τα μέλη των συνδικαλιστικών οργάνων και να μην είναι σε θέση, πολλές φορές, να κάνουν το πιο απλό... να συγκροτούνται σε σώμα, και, πολύ περισσότερο, να καταλήγουν σε κοινό πρόγραμμα διεκδικήσεων και δράσης, αφού η κάθε πλευρά επιμένει, στανικά, στις απόψεις της, χωρίς να βάζει, εγκαίρως, νερό στο κρασί της ή να το κάνει κατόπιν εορτής. Εκεί, ωστόσο, που γίνεται ο χαμός, είναι στα ιδεολογικά σκεπτικά, που εμπεριέχονται ή προτάσσονται στις ανακοινώσεις, στα ψηφίσματα και, προπάντων, στα προγράμματα αγωνιστικών κινητοποιήσεων των εργαζομένων. Επειδή, ως γνωστόν, έχουμε στο μεδούλι μας οι Έλληνες το σαράκι του κομματικού φανατισμού και της διχόνοιας, που κατατρώει το είναι μας... επειδή ο συνδικαλισμός είναι, δυστυχώς, στρατευμένος στην υπηρεσία των κομμάτων, οι δε συνδικαλιστές, αν δεν είναι όλοι τους, ταυτόχρονα, και κομματικά στελέχη, αποτελούν οι περισσότεροι, τουλάχιστον, τα μεγάλα τους χέρια, που παίζουν το ρόλο του δούρειου ίππου... τα συνδικαλιστικά όργανα, αντί να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των αγώνων υπερασπίζοντας, με ενότητα και ομοθυμία, τα συμφέροντα των εργαζομένων, που εκπροσωπούν, περί άλλα τυρβάζουν, συνήθως, προκειμένου να μη θιγούν τα κόμματα των συνδικαλιστών τους... τέτοια πρεμούρα για τα κόμματα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι μεγάλες χρονοκαθυστερήσεις στις συγκροτήσεις σε σώμα των συνδικαλιστικών οργάνων, οι διαξιφισμοί, οι αλληλοκατηγορίες και οι δημόσιες καταγγελίες μεταξύ παρατάξεων, καθώς και η απεργοσπασία, είναι πολύ συνηθισμένα, πλέον, φαινόμενα, τα οποία, σε συνδυασμό με το βόλεμα συνδικαλιστών σε κομβικές θέσεις και τη μεταπήδηση αρκετών απ’ αυτούς στον πολιτικό στίβο, εξαγοράζοντας, έτσι, τις αγωνιστικές τους περγαμηνές, οδήγησαν, σιγά-σιγά, το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας σε ανυποληψία και κατέστησαν μικρή τη συμμετοχή των εργαζομένων στις εκλογικές αναμετρήσεις και στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Όλα αυτά και άλλα παρεμφερή, τα έβλεπε και τα γνώριζε, πολύ καλά, πιστεύω, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος, εκτός των άλλων, υπήρξε, ομολογουμένως, και βαθύς γνώστης της ψυχοσύνθεσης του λαού μας, την οποία εκμεταλλεύτηκε ποικιλότροπα, και, γι’ αυτό, ενδεχομένως, και με αίσθημα ευθύνης να μη καθιέρωσε την ανόθευτη απλή αναλογική στον πολιτικό στίβο, όπως υπόσχονταν, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, καίτοι μπορούσε. Ωστόσο, οι κακές γλώσσες λένε, ότι, ως έξυπνος και πανούργος πολιτικός, την καθιέρωσε, επίτηδες, μόνο στο συνδικαλισμό, προκειμένου να εξουδετερώσει τη δύναμη των συνδικάτων, παρότι σ’ αυτή στηρίχθηκε, για να σκαρφαλώσει στην εξουσία. Και, πράγματι, αν κρίνουμε απ’ το αποτέλεσμα, μια χαρά τα κατάφερε. Επειδή, όμως, τούτο τον καιρό ερωτοτροπεί με την καθιέρωση της ανόθευτης απλής αναλογικής στην κεντρική πολιτική σκηνή αλλά και στην τοπική αυτοδιοίκηση ο κ. Τσίπρας και η παρέα του, προκειμένου, να περισώσει, ό, τι μπορεί για τον εαυτό του, και να αποδυναμώσει την αξιωματική αντιπολίτευση στον αγώνα της για άνοδο στην εξουσία, καλό είναι να τα έχουμε, υπόψη μας, όλα αυτά, που προανέφερα, ρίχνοντας, παράλληλα, και μια ματιά, στα όσα συμβαίνουν σε Δήμους, όπου ο Δήμαρχος έχει χάσει τον έλεγχο της πλειοψηφίας των δημοτικών του συμβούλων, επειδή κάποιοι απ’ αυτούς διαφωνούν με την πολιτική του. Και αυτό, γιατί θα είναι κρίμα να οδηγηθούν σε ακυβερνησία και, περαιτέρω, ανυποληψία η χώρα και οι Δήμοι της.