Οι διεθνείς συγκυρίες και η διαχείριση εκ μέρους της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ της εξωτερικής πολιτικής έχουν βάλει όλα τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα στο τραπέζι.
Κατ’ αρχάς, η Τουρκία έχει επιλέξει πλέον μια επιθετική τακτική στις διεκδικήσεις της προς τον ελληνισμό, είτε στην Κύπρο είτε στην Ελλάδα. Καθόλου τυχαία, άλλωστε, εκδηλώθηκαν δύο επιθετικές ενέργειες εκ μέρους του τουρκικού στρατού με εντολές της Άγκυρας σε Αιγαίο και κυπριακή ΑΟΖ.
Η μεν πρώτη με τον εμβολισμό της «Γαύδου» από την τουρκική ακταιωρό στα Ίμια, που δεν κατέληξε σε τραγωδία μόνον από την ψυχραιμία του Έλληνα κυβερνήτη. Έτσι, από τις άστοχες μεγαλοστομίες του κ. Καμμένου, που είναι εμφανές ότι δεν διαθέτει την ιδιοσυγκρασία να κατέχει το υπεύθυνο πόστο του υπουργού Εθνικής Άμυνας, αλλά και την επίσκεψη-φιάσκο του κ. Ερντογάν σε Αθήνα και Θράκη, φθάσαμε στο σημείο τα Ίμια από «γκρίζα» να βάφονται «μαύρα». Κι αυτό, όπως όλοι αντιλαμβάνονται, δεν αλλάζει με λεονταρισμούς κατόπιν εορτής και άνευ αντικρίσματος.
Η δεύτερη επιθετική ενέργεια της Τουρκίας έλαβε χώρα στα κυπριακά χωρικά ύδατα, όπου τα πολεμικά της πλοία κρατούν όμηρο το ιταλικό γεωτρύπανο της ΕΝΙ για να φθάσει στο οικόπεδο 3 της κυπριακής ΑΟΖ, και στο στόχο «Σουπιά». Και, δυστυχώς, παρά την κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, οι αντιδράσεις απέναντι στην τουρκική πειρατική ενέργεια είναι τουλάχιστον υποτονικές. Η Άγκυρα μάλιστα, γράφοντας τους πάντες στα παλαιά της υποδήματα, ανανέωσε την NAFTEX, ακυρώνοντας ουσιαστικά τις έρευνες του γεωτρύπανου. Φοβούμαι ότι αναμένονται δύσκολες ημέρες στη Μεγαλόνησο.
Ταυτόχρονα, προχωρούν με σπουδή οι συζητήσεις με τα Σκόπια για το ζήτημα του ονόματος. Όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση θέλει να αγνοήσει τις τεράστιες αντιδράσεις που έχουν προκαλέσει οι πρωτοβουλίες της και, κυρίως, η άσκηση μυστικής διπλωματίας για το «μακεδονικό». Σε αντίθεση, λοιπόν, με το κοινό αίσθημα αλλά και την κοινή λογική, φαίνεται να προχωρά σε μια συζήτηση στην οποία, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν οι Σκοπιανοί, δεν μπαίνει στην ατζέντα η συνταγματική αλλαγή του ονόματος και το μείζον θέμα της ταυτότητας και του αλυτρωτισμού μέσα από τα επίσημα κείμενα και τα σχολικά βιβλία. Κάτι τέτοιο, όπως εύλογα συμπεραίνεται, θα οδηγούσε ταχύτατα στην άσκηση πίεσης στη δική μας μεριά για μη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας, της ιστορικής ταυτότητας των Ελλήνων Μακεδόνων και στην έξαρση του σκοπιανού εθνικισμού, με τη... χορηγία και άλλων δυνάμεων, όπως πληροφορηθήκαμε και από τις απανωτές επισκέψεις Ζάεφ και Ιβάνοφ στην Άγκυρα.
Τέλος, και με την Αλβανία τα πράγματα τρέχουν γοργά, καθώς τα Τίρανα θέλουν να ενταχθούν στην ΕΕ αλλά και να γίνει ο καθορισμός της ΑΟΖ προς όφελός τους, καθώς οι σοσιαλιστές του Ράμα κατήργησαν τη συμφωνία του Κ. Καραμανλή με τον Σ. Μπερίσα. Ωστόσο, από πλευράς των Αλβανών δεν βλέπουμε ουσιαστικές κινήσεις, πέραν εκείνης για το νεκροταφείο των ηρώων του έπους του ’40. Αντιθέτως, πάλι από αλβανικές πηγές, μαθαίνουμε ότι θα υπάρξει αμοιβαία κατάργηση των όρων «τσαμουριά» με «Βόρειο Ήπειρο», κάτι που αν συμβεί πρόκειται για ιστορικό έγκλημα «καθοσιώσεως», και ελπίζουμε ότι είναι απλώς αλβανική είδηση «ράδιο αρβύλα».
Κοντολογίς, μας πιάνει ίλιγγος όταν αναλογιζόμαστε το τι μπορεί να συμβεί στα εθνικά ζητήματα με αυτήν την κυβέρνηση, έχοντας το πολύ κακό προηγούμενο με την κατάληξη που είχαν οι διαπραγματεύσεις για το χρέος της Ελλάδας και τα προγράμματα δανεισμού. Εκεί, ως γνωστόν και στα μικρά παιδιά, η χώρα «αλυσοδέθηκε» για έναν αιώνα, αφού έχασε δεκάδες δισεκατομμύρια, που ακόμη πολλαπλασιάζονται σαν τα στραγάλια, όπως αποκάλυψε και ο τέως επικεφαλής του «Euroworking Group» κ. Τόμας Βίζερ. Επιπλέον, δεν μπορεί παρά να μας ζώνουν τα φίδια καθώς, ενώ η κυβέρνηση έχει απλώσει τραχανά με Σκόπια και Αλβανία, και η Τουρκία βρίσκεται σε παράκρουση στο Αιγαίο και στην Κύπρο, εμείς έχουμε μπει στον αστερισμό της «Νοβάρτις», του τεχνητού διχασμού και της αρένας που διψά για πολιτικό αίμα.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται είναι μάλλον ιδανική για να θολώσει τα νερά, και να προχωρήσουν συμφωνίες που δεν είναι συμβατές με τα εθνικά συμφέροντα. Ωστόσο, η κυβέρνηση ας είναι πιο προσεκτική, γιατί, όπως απέδειξαν και τα συλλαλητήρια για τη «Μακεδονία», ο λαός δεν είναι διατεθειμένος να μείνει παρατηρητής στον καναπέ, όταν θίγονται τα εθνικά μας δίκαια.
Του Μάξιμου Χαρακόπουλου
* Ο δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι αναπληρωτής τομεάρχης Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, αρμόδιος για θέματα Προστασίας του Πολίτη, βουλευτής Λαρίσης