Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, έγινε λόγος από τον Υπουργό Υγείας Ανδρέα Ξανθό, για «μια σημαντική εκκρεμότητα που υπήρχε στο πεδίο της φαρμακευτικής κάνναβης στη χώρα μας». Επίσης, υπήρξε αναφορά στη «δημιουργία του θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέπει, παρά το γεγονός ότι η κάνναβη παραμένει σε ένα καθεστώς μη νόμιμης καλλιέργειας, την καλλιέργεια και μεταποίηση του φυτού για φαρμακευτική χρήση».
Ίσως αυτή η εξέλιξη, να αποτελεί την καλύτερη αφορμή για επανεξέταση όλου του νομοθετικού πλαισίου και της εν γένει στάσης τόσο της Πολιτείας, όσο και της κοινωνίας, σχετικά με το ευαίσθητο ζήτημα των «ναρκωτικών». Διότι, είναι ξεκάθαρο πλέον, ότι η ποινική καταστολή που εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες, αντί να επιλύει κοινωνικά προβλήματα, πολλές φορές ανάγεται η ίδια σε κοινωνικό πρόβλημα πρώτου μεγέθους. Το θέμα της αποποινικοποίησης λοιπόν, αποτελεί σημαντικό κοινωνικό ζήτημα, το οποίο απαιτεί ίσως διεθνή συνεργασία που δεν επιτυγχάνεται μόνο σε επίπεδο κυβερνήσεων.
Αρχικά, ο παγκόσμιος τζίρος του εμπορίου παράνομων ουσιών, αποτιμάται στο 10% των διεθνών συναλλαγών και αποφέρει κάτι λιγότερο από την διακίνηση πετρελαίου. Πρόκειται για ένα δίκτυο απλωμένο σε πλανητικό επίπεδο, το οποίο αφενός παράγει, διαδίδει και καλύπτει τους διακινητές και αφετέρου ανακυκλώνει το εμπόρευμα που κατάσχεται. Σε αυτό το δίκτυο μπορεί να δραστηριοποιούνται εμπορικές επιχειρήσεις, εφοπλιστικές εταιρείες, δικαστές, βουλευτές, νομικοί, αστυνομικοί, τραγουδιστές και πολλοί άλλοι κύκλοι. Όλοι αυτοί κατέχουν υψηλές πολιτικές διασυνδέσεις και ισχυρούς θεσμικούς προστάτες.
Είναι γεγονός ότι παγκόσμιες δυνάμεις, χρησιμοποιούν τις παράνομες ουσίες ως εργαλείο άσκησης εσωτερικής αλλά και εξωτερικής πολιτικής. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν τα απαγορευτικά μέτρα εναντίον της κάνναβης, που είχαν επιβληθεί κατά τη δεκαετία του 1930 στην Αμερική. Βάσει της ποινικοποίησης, υπήρχε πλέον η δυνατότητα χειραγώγησης των μεταναστών και των Μεξικάνων, σε μια περίοδο που αυξανόταν ούτως ή άλλως η εγκληματικότητα. Ο στόχος δηλαδή, ήταν ο έλεγχος του πληθυσμού και κυρίως η ποινική χειραγώγηση των μειονοτήτων. Όλα αυτά ισχύουν σε παγκόσμιο κυβερνητικό επίπεδο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον όμως, έχει η αντιμετώπιση της κοινωνίας προς τα εξαρτημένα άτομα.
Πρέπει να επισημανθεί ότι επειδή το οικονομικό κόστος κάλυψης των αναγκών σε ουσίες είναι μεγάλο, οι τοξικομανείς εμπλέκονται σε διάφορες άλλες παράνομες πράξεις (κλοπή, επίθεση, ληστεία), για την απόκτηση της ουσίας. Η στάση λοιπόν της κοινωνίας ποικίλει, από την ανοχή μέχρι την περιφρόνηση και την ποινική δίωξη. Το σημερινό θεσμικό πλαίσιο, δεν βοηθάει, καθώς αντιμετωπίζει τον χρήστη ως εγκληματία και τον οδηγεί στις φυλακές.Οι παραδοσιακές κοινωνίες, είχαν καταφέρει να κρατούν σε μια ισορροπία το φαινόμενο της εξάρτησης, χωρίς να καταφεύγουν στο ποινικό σύστημα. Η αλήθεια είναι ότι η κοινωνία σήμερα δεν γνωρίζει πως ακριβώς να αντιμετωπίσει τους εξαρτημένους, γιατί δεν γνωρίζει πως να τους χαρακτηρίσει. Άλλοτε τους θεωρεί ασθενείς, άλλοτε εκφυλισμένους, άλλοτε εγκληματίες. Κι αυτό ακριβώς είναι το μείζον θέμα. Μια κοινωνία να μπορέσει να διαχειριστεί τη χρήση ουσιών ως ζήτημα υγείας και μόνο, αντί να διώκει τους χρήστες ποινικά.
Το 2001, η Πορτογαλία αποποινικοποίησε μερικώς την κατανάλωση ουσιών. Το πρόβλημα χρήσης στη χώρα, κατά τις δεκαετίες 1980- 90 ήταν τεράστιο και από ένα σημείο και μετά αφορούσε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Η απόφαση της αποποινικοποίησης πάρθηκε ως το έσχατο μέτρο. Σε λίγα χρόνια, οι Πορτογάλοι είδαν να μειώνονται σημαντικά οι εθισμένοι σε ουσίες, αλλά και τα κρούσματα ΗIV και ηπατίτιδας. Μέχρι σήμερα, οι χρήστες αντί να συλλαμβάνονται, λαμβάνουν μια προειδοποίηση από τις αρχές και πληρώνουν ένα μικρό πρόστιμο. Στη συνέχεια, στέλνονται σε γιατρούς και κοινωνικούς επιστήμονες, ώστε να τους βοηθήσουν στην απεξάρτησή τους.
Τα σημαντικότερα στοιχεία της πολιτικής αυτής είναι τα εξής τρία: πρώτον κατάφερε να απαλείψει το κοινωνικό στίγμα που συνοδεύει συνήθως τους χρήστες, δεύτερον ενθάρρυνε τη συνεργασία μεταξύ Αρχών και θεραπευτικών φορέων και τρίτον επέτρεψε επί της ουσίας στην Αστυνομία να επικεντρωθεί ολοκληρωτικά στην αναζήτηση των μεγαλέμπορων. Η χρήση είναι ελεύθερη από μια ηλικία και έπειτα, προφανώς όχι κάτω των 18. Στις εφηβικές και παιδικές ηλικίες, η ενημέρωση και η εφαρμογή των νόμων που αφορούν τη μέριμνα για την υγεία, είναι απαραίτητη. Αποποινικοποίηση σημαίνει ουσιαστικά ότι το φάρμακο παραμένει παράνομο για ένα κομμάτι της κοινωνίας, αλλά οι ποινές για προσωπική χρήση είναι μικρές ή ανύπαρκτες.
Συμπερασματικά, το καθεστώς απαγόρευσης ουσιών που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες σε πολλά κράτη, έχει αποτύχει. Η εισαγωγή παράνομων ουσιών στις χώρες στις οποίες εφαρμόζονται κατασταλτικά μέτρα, παραμένει αμείωτη, ενώ η κατανάλωση αυξάνεται συνεχώς, μαζί με τον αριθμό των τοξικομανών. Ακούμε συχνά ότι δεν είναι ώριμες οι κοινωνικές συνθήκες για σοβαρές μεταρρυθμίσεις στο νομικό πλαίσιο. Το ερώτημα όμως είναι πότε επιτέλους θα ωριμάσουν οι συνθήκες. Για να συμβεί αυτό, απαιτείται σαφώς συνεργασία υψηλού επιπέδου, μεταξύ πολλών επιστημονικών και όχι μόνο φορέων. Με αφορμή την επικείμενη αποποινικοποίηση της φαρμακευτικής κάνναβης, έχει ανοίξει ο πολιτικός διάλογος για τις ουσίες και τις εξαρτήσειςτόσο στη χώρα μας, όσο και σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Θα μπορούσαμε κι εμείς οι πολίτες, να δούμε από μια άλλη οπτική το θέμα. Επιβάλλεται απ’ όλους, μια εν γένει αλλαγήστην κουλτούρα απέναντι στις ουσίες και κυρίως απέναντι στους εξαρτημένους από αυτές. Κάτι που συνέβη για παράδειγμα πριν χρόνια στην Πορτογαλία και τα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου είναι εξαιρετικά.
Βοηθήματα:
Νικηφόρος Β. Αγγελόπουλος, Ιατρική Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία, Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις
Τhe Guardian: Portugal’s radical drugs policy is working. Whyhasn’t the worldcopiedit?
Του Λάμπρου Αναγνωστόπουλου*
* Ο Λάμπρος Αναγνωστόπουλος είναι κοινωνιολόγος