Τα επιτόκια είναι εξαιρετικά χαμηλά και σε διεθνές επίπεδο, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και των επιχειρήσεων σε όλες τις χώρες.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
Η μείωση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου θα μπορούσε βέβαια να είναι μεγαλύτερη εάν η κυβέρνηση Τσίπρα είχε αποφύγει τη μεγάλη καθυστέρηση στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων και αν είχε καταφέρει να συνεννοηθεί με την διοίκηση της ΕΚΤ ώστε να συμπεριληφθούν και τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζεται με πρωτοβουλία του κ. Ντράγκι και είναι πιθανόν να λήξει εντός του 2018.
Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό Δημόσιο εξακολουθεί να έχει, με διαφορά, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού στην Ευρωζώνη, η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα θετική γιατί συμβάλει και στη βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος.
Τα κέρδη σε ό,τι αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό έχουν κυρίως σχέση με τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου. Σε ό,τι αφορά το κόστος του μακροπρόθεσμου δανεισμού, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη, γιατί τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα θα περάσει -με πρωτοβουλία των πιστωτών- από τον δανεισμό με προνομιακό επιτόκιο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας στον δανεισμό στις διεθνείς αγορές με το επιτόκιο που θα προσδιορίζει το λεγόμενο ελληνικό ρίσκο. Σε γενικές γραμμές θα σταματήσουμε να δανειζόμαστε με ένα επιτόκιο της τάξης του 1% για να δανειστούμε από τις αγορές με το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων, στην περιοχή του 3%-3,5%. Επιπλέον θα πρέπει να δεχτούμε την πειθαρχία των αγορών γιατί κάθε στραβοτιμονιά στην οικονομική και τη δημοσιονομική πολιτική θα μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση του ελληνικού ρίσκου και στην άνοδο των επιτοκίων δανεισμού. Από την πειθαρχία του προγράμματος-μνημονίου θα περάσουμε στην πειθαρχία των αγορών, η οποία είναι αρκετά σκληρή για οικονομίες με τα προβληματικά χαρακτηριστικά της ελληνικής.
Οι πιστωτές προβλέπουν ότι σε κάποια φάση θα αντιστραφεί η πτωτική τάση των διεθνών επιτοκίων και πως η Ελλάδα θα δυσκολευτεί να καλύψει σε βάθος χρόνου τις δανειακές ανάγκες της με επιτόκια που δεν θα προκαλέσουν εξαιρετικά μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση, ασκώντας αυξητική πίεση και στο δημόσιο χρέος. Η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους έχει κυρίως σχέση με τη μελλοντική σταθεροποίηση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, τα οποία όμως είναι βέβαιο πως θα είναι υψηλότερα, πιθανότατα πολλαπλάσια, των επιτοκίων δανεισμού που μας εξασφαλίζει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Η πτωτική τάση των επιτοκίων σε επίπεδο Ευρωζώνης και των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου περνάει προς το παρόν, σε σχετικά μικρό βαθμό, στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες.
Οι ελληνικές τράπεζες βαρύνονται με «κόκκινα δάνεια» που ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ και γι’ αυτό χρειάζονται υψηλά επιτόκια χορηγήσεων για να χρηματοδοτήσουν τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και να επιτύχουν σημαντική κερδοφορία. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού των ιδιωτικών επιχειρήσεων παραμένει περιορισμένη και συνδυάζεται με την έλλειψη ρευστότητας που καταλήγει σε ελλιπή τραπεζική χρηματοδότηση της αναπτυξιακής προσπάθειας του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα.
Τα προβλήματα που προκάλεσαν στον τραπεζικό τομέα τα λάθη και οι παραλείψεις των κυβερνήσεων Τσίπρα, ιδιαίτερα το 2015, είναι ακόμα μαζί μας με τη μορφή της μείωσης των καταθέσεων και της αύξησης των κόκκινων δανείων, με αποτέλεσμα η μεγάλη μείωση των επιτοκίων να παρατηρείται στον δανεισμό του Δημοσίου και όχι στον δανεισμό των ιδιωτικών επιχειρήσεων που δεν έχουν διασύνδεση με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Από τον Γιώργο Κύρτσο