- Πω πω πω ! Τι σε ταΐζει η μάνα σου παιδάκι μου;...
Η φράση – το πιο γνωστό κλισέ για τα καμάκια της εποχής εκείνης- ακουγόταν με υπόκωφους αναστεναγμούς κάθε φορά που εμφανιζόταν η Νίτσα και οι άλλες Νίτσες της γειτονιάς. Ήταν κάτι νταγλαράδες που την άραζαν στο καφενείο του Τάκη, αρσενικά γνήσια, μουστακαλίδικα, με μάτι λάγνο και κοιλιές κιμπάρικες που πείραζαν τα κορίτσια που περνούσαν. Οι μασχάλες τους μύριζαν ιδρώτα, μια βαρβατίλα υπήρχε στην ατμόσφαιρα, το ένιωθες, κι αυτό το περίσσευμα της τεστοστερόνης συνήθως εκτονωνόταν με επισκέψεις στα «σπίτια» της «Τετάρτης» ή της οδού Ηφαίστου, που έκαναν τότε χρυσές δουλειές – δεδομένου ότι και η Στρατιά ήταν πλήρως... επανδρωμένη και τα φαντάρια ένα λεφούσι στην έξοδό τους. Άσε που στο θερινό σινεμά «Χαραυγή», είχαν αρχίσει να παίζουν τις πρώτες έγχρωμες ταινίες της «Φίνος Φιλμ» και σύμπαν το αντρομάνι «χαλβάδιαζε» την «κορμάρα» της Λάσκαρη σε σκηνές γκρο πλαν που εξήπταν τη φαντασία.
Τι να ’καναν τα αρσενικά της εποχής; Τα αυστηρά ήθη και η στέρηση γινόταν σεξουαλική πείνα που δεν γινόταν να ικανοποιηθεί παρά μονάχα διά της «νομίμου οδού». Κατέληγαν έτσι νωρίς –νωρίς στα σκαλιά του ιερού ναού της Ζωοδόχου Πηγής, όπου «δόξη και τιμή» παντρεύονταν κοπέλες από τη γειτονιά ή τα γύρω χωριά, και... έσονταν οι δύο εις σάρκαν μίαν. Κι από τότε, κάθε μέρα αχ και βαχ στο μαγγανοπήγαδο για το μεροκάματο, και κάθε νύχτα αχ και βαχ για... άλλους λόγους.
Η Νίτσα, δεν ήταν αυτό που λέμε γυναίκα «χάικλας». Ένα γυναικάκι γειτονιάς ήταν, απλό φρέσκο και ομορφούλικο, με τις καμπύλες της, τα ψωμάκια της, και τον προκλητικό της μπούστο, που ήξερε ωστόσο «να κουνιέται και να λυγιέται» και να εξάπτει τη φαντασία των ξαναμμένων αρσενικών. Όλες αυτές οι τύπου Μάρθα Καραγιάννη συνοικιακές «καλλονές» με τα μίνι φουστανάκια, γνώριζαν βέβαια καλά τα όριά τους. Τα μυαλά τους «δεν έπαιρναν αέρα» και οι μανάδες τους, που τις δασκάλευαν καθημερινά με ένα ασταμάτητο «μπίρι – μπίρι», είχαν εντοπίσει όλα τα καλά παιδιά της γειτονιάς. «Να, ο Σάκης ας πούμε είναι ηλεκτρολόγος, καλέ ξέρεις πόσα βγάζουν οι ηλεκτρολόγοι; Και καθαρή δουλειά όσο να πεις! Μια χαρά θα είστε».
- Γεια σου τσολιά μου…
Τα πειράγματα, έδιναν και έπαιρναν από τους Σάκηδες τους ηλεκτρολόγους, τους Γιάννηδες τους οικοδόμους, ή τους «καταστηματάρχες» της γειτονιάς, που τα έπιναν στις ταβέρνες. Καμιά φορά, τα βράδια, τα αγόρια τις περίμεναν σε κανένα μισοφωτισμένο στενάκι να τις μιλήσουν, γιατί στο φως ντρέπονταν. Άλλες φορές πάλι, τις έπαιρναν στο κατόπι και άρχιζε ένα ακατάσχετο «πίτσι - πίτσι» που συνήθως δεν κατέληγε πουθενά.
Τότε, αυτό λεγόταν «κόλλημα». Λεγόταν «καμάκι», οι πιο μοδάτοι το έλεγαν και «φλερτ». Σε κάθε περίπτωση δεν το έλεγαν «σεξουαλική παρενόχληση». Τι θα πει αυτό; - με ρωτάει σήμερα η Νίτσα; Άκου παρενόχληση! Άιντε μην πω τίποτε… Ο άντρας παιδί μου, έτσι είναι φτιαγμένος, κυνηγός. Θα την πει τη χοντράδα του, αλλά θα σου πετάξει και το κομπλιμέντο του. Και η γυναίκα, ό,τι και να πεις, τη θέλει τη γαλιφιά της, κολακεύεται κι ας κάνει νάζια...
- Α, να χαθείς κρύε!…
Είχαν και οι γυναίκες τα δικά τους κλισέ για να απαντούν στις αρσενικές «χοντράδες». Το σκηνικό το έβλεπες παντού. «Καμάκι» στον δρόμο, καμάκι στα πάρτι, στα σπίτια ή στις ντισκοτέκ, στα λεωφορεία και τα τρένα, καμάκι στις διακοπές «ντου γιου σπικίγκλις ντάρλινγκ; Ντου γιου λάικ δε Γκρης;» -μιλάμε για εθνικό σπορ.
Άλλοι καιροί και ήθη… Πιο φυσική ακόμη τότε η ζωή, δεν είχε ποινικοποιήσει το αέναο παιχνίδι του αρσενικού με το θηλυκό, δεν τιμωρούσε και δεν ευνούχιζε το φυσικό ένστικτο του «κυνηγού». Και μπορεί τα αγόρια να πλήρωναν το «καμάκι» με κανένα γερό χαστούκι που τους κατάφερνε το θιγμένο θηλυκό, αλλά οπωσδήποτε δεν θα σε έλεγαν «σεξιστή», δεν θα σε έμπλεκαν στα δικαστήρια με νόμους και ποινές σαν σήμερα.
Μπορείς να το πεις και πρόοδο. Αλλά πρέπει να απαντήσεις αν είναι πρόοδος η μοναξιά που βλέπεις τα βράδια στα μπαράκια, εκεί όπου αγόρια και κορίτσια δεν ανταλλάσσουν ματιές, δεν μιλάνε, δεν δείχνουν ενδιαφέρον, παρά μονάχα πίνουν, ξανά και ξανά, ακούν δυνατά μουσική και πληκτρολογούν στο κινητό σερφάροντας στον φανταστικό κόσμο του Διαδικτύου αποκομμένοι από την πραγματική ζωή.
Να ’ναι τάχα πρόοδος ο γρήγορος, αγχωμένος και απρόσωπος έρωτας της μιας βραδιάς, ο έρωτας που δεν έχει πίσω του σενάριο, κυνήγι, αδημονία, καρδιοχτύπι, παρά μονάχα μοναξιά και απελπισία;
Είναι πρόοδος το φαινόμενο να έχουν γίνει κανόνας οι γυναικοπαρέες ή οι αντροπαρέες, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για μικτές συντροφιές; Δεν ξέρω. Πάντως, εγώ σ’ αυτήν την πρόοδο δεν θέλω να μετέχω. Δεν θέλω να είμαι άλλο «πολιτικά ορθός», δεν μ’ αρέσουν οι καινούργιες νόρμες στις σχέσεις με το άλλο φύλο που θεσπίζονται με ψηφίσματα σε Διεθνείς Οργανισμούς. Εγώ εξακολουθώ να βρίσκω το «ορθόν» στα βαρβάτα αρσενικά της γειτονιάς. Και ξέρεις κάτι; Όλοι αυτοί σύντομα μαζεύτηκαν, παντρεύτηκε ο καθένας τους από μια Νίτσα στον ιερό ναό Ζωοδόχου Πηγής και έκαναν τις καλύτερες οικογένειες αφήνοντας την κατάθλιψη κληρονομιά στους άλλους, τους πολιτισμένους. Οι ίδιοι δεν κράτησαν παρά μόνο τις αναμνήσεις τους:
-Θυμάσαι ρε Νιτσάρα όταν σε περίμενα εκεί στο ρολόι του Φρουρίου κι εσύ το ’σκαγες απ’ το σπίτι σου;
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr