Κανέναν τους δεν θα άφηνε παραπονεμένο, ο νέος χρόνος θα τους έβρισκε όλους φωτισμένους. Έσκυβε από πάνω τους προσεκτικά, έριχνε λίγο λαδάκι και άναβε τα καντηλάκια τους, λέγοντας ταυτόχρονα και ένα δυο λόγια για τον καθένα. Στους συνομήλικούς του, στους συγγενείς, στους φίλους, κάθονταν λίγο παραπάνω, καμιά φορά έμενε παραπάνω και σε αυτούς που έτυχε και τον πίκραναν όσο ήταν εν ζωή ούτε αυτούς ξεχώριζε. Εδώ ήταν όλοι, φίλοι και εχθροί, πλούσιοι και φτωχοί, τοποθετημένοι χωρίς θέση. Τσοπάνηδες και δικαστές, τύχαινε να είναι δίπλα-δίπλα, το ίδιο χώμα τους σκέπαζε, η ίδια γη τους φιλοξενούσε. Είτε ευπορούσαν είτε δυστυχούσαν κάποτε, την ίδια ακίνητη θέση είχαν τώρα όλοι.
Άναβε και ξανάναβε ο Γεροστέργιος ακούραστα το ένα καντήλι μετά το άλλο. Χρόνια το έκανε, από τότε που έμεινε έρημο το χωριό τους και κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, πάντα τους θυμότανε. Επισκεπτόταν τα μνήματα όχι μόνο των αγαπημένων του, αλλά και όλων των άλλων που σώπασαν και ζούσαν τώρα μόνο μέσα από τις μνήμες του. Τελείωσε, στάθηκε για λίγο στην πόρτα του κοιμητηρίου και κοίταξε τις αναμμένες φλογίτσες. Ήταν ένα μικρό σημάδι κι αυτό πως κάποιος όλους αυτούς τους σκέφτηκε.
Αλλά είχε και ένα ακόμη συνήθειο ο Γεροστέργιος που το εκτελούσε απαράβατα τέτοια εποχή. Μέρες πριν, κουβαλούσε με εργάτες πολλά ξύλα και τα στοίβαζε στην πλατεία του έρημου χωριού του. Τα τοποθετούσε εκεί με σκοπό να τα ανάψει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, να ανάψει τη μεγάλη φωτιά. Αυτό το έθιμο γινόταν ανέκαθεν στο χωριό και τότε που έσφυζε από ζωή, αλλά και αργότερα που η μετανάστευση το ρήμαξε. Ο Γεροστέργιος ήταν πάντα πρωτεργάτης σ’ αυτή την παράδοση που βρήκαν από τους προγόνους τους. Δεν σταμάτησε ποτέ του να βοηθά στην διοργάνωσή της, έστω κι αν σε κάθε γιορτή, γίνονταν ολοένα και λιγότεροι. Τα τελευταία πέντε χρόνια έμεινε εντελώς μόνος του, ερήμωσε το χωριό, τα κουδούνια των κοπαδιών είχαν σωπάσει από καιρό, το έθιμο όμως έπρεπε να επιζήσει. Και ο ίδιος αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, αλλά επέστρεφε κάθε χρόνο. Το ένιωθε πια σαν χρέος να κάνει τη γιορτή, έστω και μόνος του και όσο άντεχαν τα πόδια του, θα άναβε τη μεγάλη φωτιά και θα έπινε γλυκό κρασί χτυπώντας το νταούλι του. Εκεί στο έρημο χωριό του καλωσόριζε το νέο χρόνο, φωνάζοντας δυνατά «Σούρβα». Εκεί θα συνέχιζε το έθιμο της φωτιάς και ας μην υπήρχαν πια καρποί σουρβιάς να δίνονται ως κέρασμα στους καλαντάρηδες και ας μην υπήρχαν πια ούτε καλαντιστές. Ας είχε ερημώσει το χωριό, ας ρήμαξε, αυτός είχε τον τρόπο να ανοίξει τις κλειστές πόρτες των σπιτιών, με το νταούλι του και με τη δυνατή φωτιά του. Κάθε χρόνο θα συνέχιζε ακούραστα να καλεί τους συγχωριανούς του να γλεντήσουνε με κρασί και χορό, φωνάζοντας δυνατά «Σούρβα».
Έτσι κάνει κι αυτό το βράδυ, αρχίζει και χτυπά το νταούλι του στον ίδιο ρυθμό και ένας άνεμος σιγανός δυναμώνει τη φλόγα της φωτιάς δίπλα του, ολοένα τη μεγαλώνει, μέχρι που η φωτιά νικά το πυκνό σκοτάδι του έρημου χωριού και του δίνει ζωντάνια, το κάνει να δείχνει σαν να είναι και πάλι κατοικημένος τόπος. Βιάζεται ο άνεμος να μεταφέρει το ρυθμό του νταουλιού του παντού, ακόμη και μέχρι τον ήρεμο λόφο του κοιμητηρίου. Λαμπαδιάζουν τα ξερά ξύλα και οι φλόγες υψώνονται ψηλά και ο Γεροστέργιος φωνάζει, χτυπά συνέχεια το νταούλι του να μαζευτούνε όλοι. Και ξαφνικά, πλημμυρίζει η μικρή πλατεία από κόσμο, όπως παλιά, όπως κάποτε. Οι αντηχήσεις της μνήμης του ζωντανεύουν τις σκιές που τον συντροφεύουν, τις δίνουν πόδια για να χορέψουν, χέρια για να πιαστούν, φωνή να τραγουδήσουν. Όλους τους βλέπει, δεν ξέρει αν το ζει σε όνειρο, δεν ξέρει αν αυτά που βλέπει είναι σώματα ή ψυχές. Δεν έχει σημασία, τους βλέπει όπως ήταν κάποτε, νέους και όμορφους. Οι σκιές γίνονται ένα με τις ανυψούμενες φλόγες, χορεύουν, τραγουδούν για να τον ευχαριστήσουν, να ευχαριστήσουν αυτόν που αλάφρωνε τόσα χρόνια τις επιθυμίες των ψυχών τους. Αφυπνίστηκαν από τον αιώνιο ύπνο τους για χάρη του, έκαναν τον θάνατο ζωή, αφήσανε για λίγο την ουράνια μνήμη τους και ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του.
Χορεύουν όπως παλιά και ο Γεροστέργιος ακυρίευτος από κάθε φόβο, χτυπά ολοένα και πιο δυνατά το νταούλι του και ας μην ξέρει αν ακούει όλες αυτές τις χαρούμενες φωνές από μέσα του ή αν τις ακούει γύρω του. Οι σκιές γίνονται περισσότερες, συνεχίζουν να χορεύουν μυστηριακά γύρω από τη φωτιά, μέχρι που χάνονται και φανερώνονται οι εικόνες των σωμάτων τους. Φανερώνουν μία-μία τα χαμένα από χρόνια πρόσωπά τους, αποκτούν πάλι μνήμες που δεν πονούν. Όνειρο, πραγματικότητα, δεν τον νοιάζει, διασκεδάζει κι αυτός μαζί με τις σκιές που φανερώθηκαν και ντύθηκαν αυτό το βράδυ με τα γιορτινά τους, που κατάφεραν και βρήκαν πάλι του σπιτιού τους τον δρόμο και έδωσαν ζωντάνια στο έρημο χωριό. Τώρα χορεύει πρώτος ξανά ο Νικήτας, με το ψηλό του το ανάστημα και του χαμογελά, τον φωνάζει με το όνομά του: «Για σένα ήρθαμε όλοι Στέργιο μου, ακούσαμε το κάλεσμά σου».
Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη