Η θεώρηση αυτή και με αφορμή τα όσα συμβαίνουν τελευταία με το θέμα της ονοματοδοσίας των Σκοπίων με ωθεί να αναφερθώ σήμερα στο ζήτημα της εθνικής μας ταυτότητας, ως προσδιορισμό της προσωπικής μας ταυτότητας. Η Ελλάδα είναι για ακόμη μια φορά σε μια φάση ορατών και αόρατων διαπραγματεύσεων με τις γείτονες χώρες για θέματα που αφορούν στην εδαφική αλλά και την πολιτισμική ανακατανομή. Αναδύονται θέματα που έχουν να κάνουν με το τι μας ανήκει και ποιοι είμαστε, ζητήματα δηλαδή που αφορούν στην εθνική μας ταυτότητα. Οι διεργασίες αυτές συντελούνται παράλληλα με μια φάση απωλειών, φαντασιακών και πραγματικών, πραγματικών σχετικά με τη μείωση του εισοδήματος και την απώλεια της εργασίας και μιας φαντασιακής απώλειας που συνδέεται με την κρίση ταυτότητας που διαπερνά τον σύγχρονο Έλληνα.
Η εποχή που διανύουμε είναι μία εποχή κρίσιμη καθώς είμαστε μάρτυρες μιας πρωτόγνωρης αποδόμησης των κοινωνικών δομών, αξιών και θεσμών, τόσο σε παγκόσμιο, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Η παγκοσμιοποίηση και ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχουν δημιουργήσει στις κοινωνίες μια άνευ προηγουμένου πολιτισμική αλλοτρίωση και ταυτόχρονα μια σειρά από αντιφάσεις. Εάν στα παραπάνω προστεθεί η πρόσφατη οικονομική κρίση που υφίσταται το παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα, τότε η πολιτισμική ρήξη μεγαλώνει και καθιστά όλο και περισσότερο επιτακτική την ανάγκη αναθεώρησης του υφιστάμενου μοντέλου ανάπτυξης και του τρόπου δόμησης των ανθρώπινων κοινωνιών.
Πώς θα αντιμετωπίσει ο Έλληνας αυτή τη νέα κρίση που στη ρίζα της είναι μια κρίση της ελληνικής ταυτότητας και μάλιστα εν μέσω εθνικιστικών κρίσεων και αλλοτριωτικών διαθέσεων που συμβαίνουν δίπλα μας; Η συνέχεια του ελληνισμού απειλείται (το θέτω και σαν ερώτημα) και αυτό γιατί ο κάθε πολιτισμός ορίζεται από τη συνέχειά του στον χρόνο και τον τρόπο από τον οποίο ορίζει τις μεταβάσεις. Έτσι ως ελληνισμός ορίζεται η συνέχεια στο χρόνο και η δημιουργική ενστάλαξη του παρελθόντος στο σήμερα και στο αύριο κι όχι η μουσειακή αναβίωση του παρελθόντος ή η εργολαβική σχέση με το ένδοξο παρελθόν. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: η δημοκρατία και η ισονομία είναι ένα ΑΙΤΗΜΑ της κοινωνίας που οι πολίτες χρειάζεται πάντα να ανατροφοδοτούν και να αγωνίζονται για αυτό. Εμείς μοιάζει να τα περιμένουμε να έρθουν ΕΤΟΙΜΑ στο πιάτο μας, λες και η δημοκρατία είναι κληρονομικό χάρισμα, αφού γεννήθηκε στην Ελλάδα. Το ίδιο γίνεται και με την ιστορική μας γνώση και κουλτούρα. Μου λένε φίλοι εκπαιδευτικοί πως οι σημερινοί μαθητές είναι αποκομμένοι παντελώς από την ιστορική μνήμη, σαν αυτή να είναι προνόμιο μόνο των εθνικιστών. Κατ’ ανάλογο τρόπο η ελληνικότητα δεν είναι γονιδιακό σύμπλεγμα που μεταβιβάζεται βιολογικά στους απογόνους, θέση που κυριαρχεί στο νεοφασιστικό ιδεολογικό μανιφέστο, αλλά είναι προπαντός βίωμα και στάση ζωής, που προϋποθέτει τη γνώση του παρελθόντος και την υποχρέωση της πολιτισμικής αναγέννησης. Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή η ταυτότητα του Έλληνα και η συνέχειά της, δεν είναι πλέον μόνο ζήτημα φυλετικό αλλά κυρίως ζήτημα πολιτισμικό. Με τη βέβαιη παραδοχή πως το πολιτικό μας σύστημα είναι σε κρίση, χωρίς όραμα να σέρνεται πίσω από το διεφθαρμένο πελατειακό κράτος, φέρνω τη σκέψη μου σε μας, καθώς η νοοτροπία και η συμπεριφορά ενός έθνους καθορίζονται από την κυρίαρχη κουλτούρα και παιδεία που επικρατεί σε αυτό. Πριν πολλά χρόνια -τα πρώτα της μεταπολίτευσης- ο καημός μας ήταν να γίνουμε ευρωπαίοι. Ήταν η εποχή που οι Αθηναίοι γυρνούσαν στα χωριά τους τα σαββατοκύριακα και έφτιαχναν εκπολιτιστικούς συλλόγους, για να εκπολιτίσουν τους «βάρβαρους» χωριάτες (ενώ στην ουσία το κάναν για τη δική τους ψυχική εκτόνωση και αποφυγή της γκρίζας πραγματικότητας της πόλης). Είναι η εποχή που πιστέψαμε πως οι ευρωπαίοι θα εκπολιτίσουν εμάς και θα προστατέψουν τα σύνορά μας και πως τα σύνορά μας θα είναι όλης της Ευρώπης. Η ταυτότητά μας άρχισε να ξεθωριάζει, ό,τι ελληνικό δεν μας χωρούσε πια, θεωρούνταν ντεμοντέ. Έτσι κάπου αφήσαμε το φιλότιμο, τη διεκδίκηση, παράλληλα με τα χωράφια μας, καθώς μην ξεχνάμε πως οι Έλληνες αγρότες επιδοτούνταν για να μην παράγουν. Και όλα αυτά τη στιγμή που είναι ιστορικά καταγεγραμμένο πως στην πολιτική δεν υπάρχουν φιλίες, παρά μόνο συμφέροντα κι όταν κάποιος δεν είναι σε θέση να τα υπερασπιστεί, κανείς δεν θα το κάνει για αυτόν.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι ζούμε μια φάση απωλειών, είμαστε μια κοινωνία σε κρίση χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στους θεσμούς. Είμαστε σε μια συλλογική διεργασία πένθους και κινδυνεύουμε να πέσουμε σε μια διαδικασία παθολογικού πένθους, δηλαδή να εναποθέσουμε την ευθύνη μας στους θεσμούς και μόνο -σε θεσμούς μάλιστα που είναι τραυματισμένοι και ανεπαρκείς. Αντ’ αυτού πιστεύω πως η ιστορική συγκυρία απαιτεί τόσο ως άτομα όσο κι ως έθνος να επενδύσουμε σε μια νέα ηθική που θα αποτυπώνει και θα συμβολίζει τις νέες ανάγκες και θα ορίζει το νέο κοινωνικό διακύβευμα. Μια νέα ηθική που δεν θα αναβλύζει μόνο από ό,τι μας όριζε παλιά, αλλά και από ό,τι θα συμφωνήσουμε πως μας ενώνει στο παρόν. Σε μια νέα ηθική που θα αναδιαπραγματευτεί τις αξίες, θα μεταβάλλει τους θεσμούς και θα οδηγήσει εν τέλει σε μια διαφορετική ταυτότητα τον Έλληνα. Μια νέα ταυτότητα που θα σέβεται την ιστορία της, θα νοηματοδοτεί την ύπαρξή της ως συνέχεια αυτής και θα την υπερασπίζεται όπως το άτομο υπερασπίζεται τους προγόνους του. Για να είμαστε περήφανοι ως Έλληνες χρειάζεται να υψώσουμε το ανάστημά μας και να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να αμφισβητήσει τη διαδρομή μας. Είναι το αυτονόητο, να διαφυλάξουμε δηλαδή το παρελθόν μας, στην προσπάθειά μας να ορίσουμε το μέλλον.
* Του Γιώργου Γιαννούση, ψυχοθεραπευτή, οικογενειακού θεραπευτή