Ομολογώ, μάλιστα, ότι η επισήμανση αυτή είχε κάνει, τότε, ιδιαίτερη εντύπωση στην ελληνική κοινωνία και δημιούργησε έντονο προβληματισμό, δυστυχώς παροδικό, γιατί συνεχίζουμε και σήμερα να πάμε από το κακό στο χειρότερο και σ’ αυτόν τον τομέα.
Η αποξένωση αυτή, αναμενόμενη για πολλούς, οφείλεται σε πολλούς λόγους, που δεν είναι του παρόντος, αλλά θα αρκεσθώ μόνο στο ξεθώριασμα κάποιων συνηθειών του παρελθόντος, που πήραν μαζί τους, με την πάροδο του χρόνου, και την κοινωνικότητά μας αφήνοντας ως παρηγοριά στον καθένα μας ξεχωριστά ή μια τηλεόραση ή ένα κινητό τηλέφωνο ή έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή όλα αυτά μαζί, που έγιναν αιτία να ατονήσει και να χαθεί με τον καιρό η άμεση και δια ζώσης επικοινωνία, απαραίτητης για τη σύσφιγξη των ανθρωπίνων σχέσεων.
Οι μιας κάποιας, ωστόσο, ηλικίας Έλληνες θυμόμαστε, ότι δεν ήταν, κάποτε, έτσι τα πράγματα στη χώρα μας. Χρονιάρες, μάλιστα, καθώς είναι οι μέρες, που διανύουμε, έρχονται στο νου μου αρκετές από αυτές και μελαγχολώ, γιατί ξεχάστηκαν, μια που άλλαξαν οι συνθήκες ζωής μας.
Θυμάμαι, π.χ., ότι έφερναν πιο κοντά τους Έλληνες μεταξύ τους οι τρόποι, με τους οποίους διοργανώνονταν, τότε, οι αρραβώνες, οι γάμοι, τα βαφτίσια, ακόμη και οι κηδείες, κοινωνικά γεγονότα στα οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμμετείχαν, στο σύνολό τους σχεδόν, όλα τα μέλη των τοπικών κοινωνιών. Θυμάμαι, επίσης, τις ξερόβολτες, τις αποκαλούμενες νυφοπάζαρα, που πραγματοποιούνταν μετά το σούρουπο, τις Κυριακές, τις γιορτές και άλλες σχόλες στους κεντρικούς δρόμους ή στις πλατείες των χωριών αλλά και των πόλεων, που έδιναν την ευκαιρία για τσιλημπουρδήματα και δια ζώσης επικοινωνία. Αλλά και τα πανηγύρια, που ακουμπούσαν όλα τους σε θρησκευτικές γιορτές, καθώς και τα ξεφαντώματα, όσο αυτά διαρκούσαν, με πάνδημη συμμετοχή, με κλαρίνα και βιολιά, χορούς και φαγοπότια. Τις γουρουνοχαρές, ακόμα, που έδιναν την ευκαιρία να σμίγουν συγγενείς και φίλοι, να ανταλλάσσουν ευχές και να λαδώνει το έντερό τους, αλλά και τα ομαδικά παιχνίδια και τις φωνές των παιδιών στις αλάνες και στα σοκάκια κι όχι κλεισμένα στα σπίτια τους παίζοντας, όπως σήμερα, με τα δικά του παιχνίδια το καθένα ή έχοντας μπροστά του την οθόνη μιας τηλεόρασης, ενός κινητού ή ενός υπολογιστή.
Άφησα για το τέλος τις ονομαστικές γιορτές και την ανταλλαγή επισκέψεων, όχι για να τις υποβαθμίσω, αλλά για να σταθώ περισσότερο σ’ αυτές και να εξηγήσω τη συμβολή τους στην ενίσχυση της κοινωνικότητας και της δια ζώσης επικοινωνίας.
Τω καιρώ εκείνω , λοιπόν, όταν κάποιο μέλος μιας οικογένειας είχε την ονομαστική του γιορτή, όχι μόνο εκκλησιάζονταν όλα τα μέλη της, προκειμένου να τιμήσουν τον Άγιο και κοντά σ’αυτόν το εορτάζον μέλος της, αλλά και το σπίτι ντυμένο στα γιορτινά του είχε, από νωρίς το απόγευμα, την πόρτα του ορθάνοιχτη, για όσους συγγενείς και φίλους ήθελαν να εκφράσουν τις ευχές τους από κοντά με μια ζεστή χειραψία.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι επισκέπτες πραγματοποιούσαν τις πολλές επισκέψεις τους με άδεια χέρια αλλά με ζεστή καρδιά, ενώ οι νοικοκυρές τους καλοδέχονταν τρατάροντας, ανάλογα με το έχει τους, είτε γλυκό κουταλιού είτε κουραμπιέ ή λουκούμι και σερβίρονταν, κατόπιν, ή ένα τσιπουράκι ή ένα κρασάκι, κατά περίπτωση, συνοδευόμενα, ως επί το πλείστον, από λίγους ξηρούς καρπούς, στραγάλια συνήθως, ή στην καλύτερη περίπτωση από κάποιο μεζεδιλίκι, κεφτεδάκια κατά προτίμηση, ή κύβους με ψωμοτύρι καρφωμένους με οδοντογλυφίδες, γιατί δεν ήταν για χόρταση. Κάποιες φορές, μάλιστα, προσέφερε η νοικοκυρά, στον καθένα επισκέπτη ξεχωριστά με το πιρούνι της, κομματάκια από κοτόπουλο ή από άλλο κρέας, προκειμένου να μη φάει άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. Ως εκ τούτου, τα στομάχια των επισκεπτών, για να γεμίσουν, έπρεπε να πραγματοποιηθούν πολλές επισκέψεις.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και καθώς η οικονομική κατάσταση της χώρας και της τσέπης του Έλληνα βελτιώνονταν, συνεχώς, οι συνήθειες αυτές άρχισαν ν’ αλλάζουν και σταμάτησαν οι Έλληνες ν’ ανταλλάσσουν επισκέψεις μ’ άδεια χέρια. Σε πρώτη φάση και μια που τα νοικοκυριά διέθεταν, πλέον, ψυγείο αντί για φανάρι, και επειδή ο κόσμος λαχταρούσε για λιχουδιές, οι επισκέπτες γλύκαιναν τους εορτάζοντες κουβαλώντας γλυκά, που προμηθεύονταν από τα ζαχαροπλαστεία ,τα οποία, όπως ήταν φυσικό, έκαναν χρυσές δουλειές εκείνη την περίοδο. Συγκεντρώνονταν, όμως, τόσα πολλά γλυκά, ώστε το ψυγείο αποδεικνύονταν μικρό, για να χωρέσουν, οπότε άρχισαν να τα πετούν. Χρειάστηκε, γι’ αυτό, να αντικατασταθούν τα γλυκά από ποτά, που αποθηκεύονταν εύκολα. Έτσι, τα σπίτια των εορταζόντων γέμιζαν από μπουκάλια με κρασί, βερμούτ, κονιάκ και ουίσκι ή ακόμα από πανέρια με ποικιλία ποτών και από γλάστρες με λουλούδια ή άλλα δώρα, που στοίχιζαν, όμως, ακριβά στους επισκέπτες, ειδικά όταν είχαν στο πρόγραμμά τους πολλές επισκέψεις.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και επειδή με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε το κόστος ζωής και οι οικογενειακοί κορβανάδες δεν σήκωναν το βάρος τόσων δώρων, αλλά και επειδή προέκυψαν, εν τω μεταξύ, και άλλοι τρόποι επικοινωνίας και έκφρασης ευχών, αντί να λιγοστέψουν τα δώρα, ή να καταργηθούν, ο ένας μετά τον άλλο οι Έλληνες αρχίσαμε, σε πρώτη φάση, να περιορίζουμε τις επισκέψεις και ν’ αρκούμαστε μόνο στις εντελώς απαραίτητες, ώσπου τις καταργήσαμε, σχεδόν, εντελώς.
Έτσι εξηγείται, το γιατί ξεθώριασε η κοινωνικότητά μας και αποξενωθήκαμε οι άνθρωποι μεταξύ μας προς δόξαν της μοναξιάς και των κοινωνικών αδιεξόδων.
* Από τον Κώστα Γιαννούλα