Κατάφερε, ωστόσο, με τον αγώνα του να μάθει γράμματα και με όπλο το πανεπιστημιακό του πτυχίο να αποκατασταθεί επαγγελματικά χωρίς να φιλήσει κατουρημένες ποδιές και χωρίς να υποχρεωθεί σε κανέναν. Βάζοντας, κατόπιν, στο πλευρό του εργαζόμενη σύζυγο, στεγάζοντας, έκτοτε, τα όνειρά του σε σπίτι, προίκα της γυναίκας του, και εκμεταλλευόμενος το ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον της χώρας εκείνη την περίοδο, κατάφερε, σιγά-σιγά, με τις οικονομίες και των δυο τους όχι μόνο να ορθοποδήσει και να ανέβει κοινωνικά αλλά και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του αγοράζοντας αυτοκίνητο και, σε βάθος χρόνου, να κτίσει μια μικρή εξοχική κατοικία στο χωριό του. Πήρε, έτσι, επάξια το εισιτήριό του για την είσοδο στην αστική τάξη της χώρας.
Και όχι μόνο αυτό με τις ποικίλες δραστηριότητές του έκανε αισθητή την παρουσία του στην κοινωνία και έγινε, σιγά-σιγά, γνωστός στην πιάτσα χωρίς να χρωστά σε κανέναν, απολαμβάνοντας τη γέννηση και την ανατροφή της μονάκριβης κόρης του, που σπούδασε, εν τω μεταξύ, και όλα έδειχναν ότι η αγορά εργασίας θα την απορροφούσε πολύ γρήγορα, όπως και έγινε, και με αποδοχές πολύ ικανοποιητικές.
Κάποια στιγμή η κόρη έγινε παιδί της παντρειάς και, για να αυτονομηθεί και για να στεγάσει μαζί με τη σχέση της τα δικά της όνειρα σε δικό της σπίτι, σκέφτηκε να αγοράσει διαμέρισμα. Για τον σκοπό αυτό και, επειδή η βοήθεια των γονιών και το ποσό, που διέθετε, δεν επαρκούσαν, προσέφυγε σε Τράπεζα και πήρε στεγαστικό δάνειο για αγορά πρώτης κατοικίας με την εγγύηση των γονιών της, γιατί η ίδια δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία δικά της.
Δεν πέρασε, ωστόσο, πολύ καιρός και ήρθαν χρόνια δύσκολα. Προέκυψαν μνημόνια, εξοντωτικές μειώσεις μισθών και συντάξεων, πτωχεύσεις και κλείσιμο επιχειρήσεων, ανεργία, βαριά φορολογία και τόσα άλλα δεινά, που πλάκωσαν τη χώρα, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε. Η επιχείρηση, στην οποία εργαζόταν η κόρη, έκλεισε και κατέληξε μακροχρόνια άνεργη αλλά υποχρεωμένη, όμως, να πληρώνει την αλμυρή δόση για εξόφληση του δανείου, που, όσο ήταν εργαζόμενη, είχε αναλάβει η ίδια. Πώς, όμως, να σηκώσει το βάρος της, αφού, λόγω ανεργίας, δεν έχει πλέον εισόδημα;
Εδώ ξεκινά το δράμα του ξεπεσμένου μικροαστού. Συνταξιούχος, πλέον εδώ και μερικά χρόνια, αυτός και η γυναίκα του και αφού, εν τω μεταξύ, είδαν, όπως όλοι οι συνταξιούχοι, τις συντάξεις τους να πετσοκόβονται και να εξανεμίζονται και την άμεση και έμμεση φορολογία να τους κάνει τη ζωή δύσκολη, προστέθηκε, αναγκαστικά, κι άλλη μια σημαντική υποχρέωση. Να πληρώνουν αυτοί, ως εγγυητές που ήταν, τη δόση του δανείου της κόρης τους, γιατί αυτό προβλέπει ο νόμος. Σε περίπτωση μη πληρωμής, θα πρέπει να βγει σε πλειστηριασμό ή το σπίτι της κόρης τους ή το δικό τους. Προτίμησαν, όπως ήταν φυσικό, να πληρώνουν αυτοί τη δόση του δανείου δυσκολεύοντας, έτσι, ακόμα περισσότερο τις συνθήκες ζωής τους σε μία ηλικιακή περίοδο, που πρέπει να τακτοποιούν και όχι ν’ ανοίγουν και να αφήνουν πίσω τους νέους λογαριασμούς.
Το δράμα του, όμως, δεν σταματά εδώ. Επειδή ως αξιοπρεπής, που είναι, δε λέει στον καθένα τα πάντα και, πολύ περισσότερο, επειδή δε βγάζει, εύκολα, τα εν οίκω εν δήμω, δεν πιστεύει κανείς, ότι αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις κρίνοντάς τον από το «φαίνεσθαι». Γι’ αυτό και κάθε φορά, που παραπονιέται, εισπράττει, μονίμως την απάντηση• παραπονιέσαι εσύ με τις δύο συντάξεις, που διαθέτεις; Τι να πουν, τότε, οι άνεργοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι και όσοι άλλοι δεν έχουν να βάλουν φαγητό στο τραπέζι τους; Αναγκάζεται, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες να σιωπά, υποφέροντας διπλά. Πώς να γνωρίζουν οι άνθρωποι, ότι, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, έπαυσε, προ καιρού, να ανήκει στην αστική τάξη αλλά στην κατηγορία των ξεπεσμένων μικροαστών, που με δυσκολία τα φέρνουν βόλτα, εξ αιτίας των υποχρεώσεων και της κατάστασης, που περιέγραψα, και, συν τοις άλλοις, δεν δικαιούται ούτε τα ψίχουλα από την ασκούμενη κοινωνική πολιτική;
Επειδή, λοιπόν, βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο, για να εκτονωθεί και να ηρεμήσει κάπως, προσέφυγε τις προάλλες σε μένα, που αρθρογραφώ, και μου ζήτησε να γράψω κάτι για τη δεινή θέση, στην οποία έχει περιέλθει, μήπως και ιδρώσει τ’ αυτί κανενός και κάνει κάτι και γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και έγραψα το σημερινό δημοσίευμα, παρότι γνωρίζω ότι απευθύνομαι σε ώτα μη ακουόντων.
Από τον Κώστα Γιαννούλα