Σταματούμε στην πλατεία, ανοίγουμε τις πόρτες του αυτοκινήτου για να κατεβούμε, και μας υποδέχονται οι φωνούλες των παιδιών του Δημοτικού Σχολείου, τα οποία επιστρέφουν στα σπίτια τους, και οι μυρωδιές της γης… Το βρεγμένο χώμα απ` την ψιχάλα που έπεσε λίγο πριν, το φρέσκο ψωμί που μοσχοβολάει στον αντικρινό φούρνο, τα κεφτεδάκια με το δυόσμο που τηγανίζονται στη διπλανή ταβέρνα, τα λουκάνικα που φτιάχνει το ζευγάρι στην αυλή του, τα πολύχρωμα χρυσάνθεμα που λάμπουν με το φως του ήλιου στα παρτέρια του κήπου, λίγο παρακάτω… Ζαλιζόμαστε κατ` αρχήν… κι αφού συνερχόμαστε, φορτωνόμαστε ο καθένας τα …βάρη του (ψωμιά-γλυκά, κρασί, κιθάρα), κατευθυνόμαστε, με τα πόδια, στο σπίτι του νοικοκύρη, που μας περιμένει.
Τα φύλλα των ψηλών δέντρων και των θάμνων της πλατείας, όπως και των ήσυχων δρόμων, γύρω μας, με όλα τα χρώματα της γης (πράσινο, πορτοκαλί, καφέ, κόκκινο, κίτρινο), ριγμένα σαν σε παλέτα επίδοξου ζωγράφου, συμπληρώνουν τη μαγεία και τη γλύκα του Φθινοπωρινού μεσημεριού. Μπροστά, στην αυλή του νοικοκύρη, μια φουντωτή κι αγέρωχη ροδιά με τα πρασινοκίτρινα - σχισμένα από τη γλύκα - ρόδια της, κρέμονταισαν κόκκινα σταφύλια. Η μυρωδιά του καμένου ξύλου και του φρέσκου τσίπουρου (αποστάγματος) με τον αρωματικό γλυκάνισο (αγριομάραθο), κάνουν πλουσιότερο τον οσφρητικό και οπτικό μας …παράδεισο. Στην πίσω αυλή του σπιτιού, πάνω σε μια πρόχειρη ψησταριά, ψήνονται τα κρέατα κι από τα ηχεία του στερεοφωνικού, βγαίνουν οι καημοί του λαϊκού τραγουδιστή, με ένταση. Δακρύζουν τα μάτια μας απ` τον καπνό, …σπάζουν οι μύτες μας απ` τα ψητά, βουλώνουν τ` αφτιά μας απ` το σαματά… Ο νοικοκύρης μας, ανεβασμένος πάνω στο βωμό του καζανιού - ενώ κάτω τα ξύλα καίγονται με θόρυβο - σφραγίζει το καζάνι με λάσπη κι έρχεται κοντά μας. Χωρίς σχεδόν να το καταλάβουμε, το μεγάλο τραπέζι έχει στρωθεί, τα μπουκάλια ανοίγουν και καθόμαστε για την …ιεροτελεστία της μάσησης, της κρασοκατάνυξης και της κουβέντας. Όταν χαίρονται τα μάτια και τα στόματα, έρχεται πάντα το τραγούδι, ως επιστέγασμα. Ξεπετιέται το χαρούμενο κρεσέντο και ώρες ολόκληρες,χωρίς σταματημό, η κιθάρα και οι τρεις φωνές μας, μ` ένα ατέλειωτο ρεπερτόριο, στολίζουν μελωδικά το γλυκό απομεσήμερο.
Πέφτει σιγά-σιγά ο ήλιος και νιώθουμε την ανάγκη να βγούμε, να περπατήσουμε, μέσα στο χωριό. Οι καθαρές και περιποιημένες αυλές, εκεί που άλλοτε φιλοξενούνταν ο καλοθρεμμένος χοίρος της οικογένειας, για να …θυσιασθεί αυτές τις γιορτινές μέρες που πλησιάζουν, τα όμορφα σύγχρονα σπίτια με τις κεραμοσκεπές, οι ασφαλτοστρωμένοι ίσοι δρόμοι, τα βαθιά οργωμένα χωράφια, που σε λίγο θα δεχτούν στην αγκαλιά τους τον ευλογημένο σπόρο, όλα σε μια αρμονία, φτιαγμένα αυστηρά στα ταπεινά ανθρώπινα μέτρα.
Βγαίνουμε λίγο παραέξω, σ` ένα ύψωμα κι έχουμε μπροστά μας μια ζωγραφιά, ένα πίνακα εμπρεσιονιστή ζωγράφου, ενώ δίπλα μας, σ` ένα χωράφι, δυο-τρεις άντρες μαζεύουν τις ελιές κι ένας μελισσοκόμος, ασχολείται με τα λιγοστά μελίσσια του.
Στο τέλος του χωριού, στο απέναντι ύψωμα, στ` αμπελοτόπια, τα χρυσαφένια φύλλα των αμπελιών, μπλεγμένα πάνω στα σύρματα, στις σειρές των κλημάτων, σαν στρατιωτάκια σε παρέλαση, τονίζουν την αυστηρότητα και την πειθαρχία, με την οποία συνομιλούν μεταξύ τους και με το περιβάλλον.
Επιστρέφουμε και περνώντας μπροστά από ένα καφενείο, μια αντροπαρέα που ξέμεινε απ` το μεσημέρι, γλεντάει κάτω από τους οξείς ήχους των μουσικών οργάνων, ενώ το νταούλι, με τον υποβλητικό και …ξεσηκωτικό του ήχο, κρατάει το ρυθμό. Στο βάθος του ορίζοντα, ο βασιλιάς ήλιος, χάνεται πίσω από τους λόφους της περιοχής, μέσα σ` ένα θρίαμβο του κόκκινου, του πορτοκαλί και του ροζ, ενώ τα λίγα αραιά συννεφάκια που τον συνοδεύουν στην πτώση του, ντυμένα στα χρώματα του γαλάζιου, του γκρίζου, του πορτοκαλί και του άσπρου, σφραγίζουν τη αναπάντεχη ομορφιά της Φθινοπωρινής αυτής μέρας.
Φτάνουμε στο σπίτι του φίλου που μας περιμένει ανήσυχος κι αφού τα μαζεύουμε, τον ευχαριστούμε και του υποσχόμαστε, πως του χρόνου θα ξαναέλθουμε σ` αυτό το ζωηρό πανηγύρι των χρωμάτων και των αρωμάτων, που εμείς οι κάτοικοι της πόλης, αν και δεν το αγνοούσαμε, το αφήσαμε πίσω, όπως και τόσα άλλα. Στην εποχή της ισοπέδωσης των πάντων που ζούμε, τέτοιες εμπειρίες γεμάτες ομορφιά, ευγένεια και γνώση, ας είναι οδηγοί συμπεριφοράς και αυτογνωσίας.
«Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα». Ν. Καζαντζάκης
Του Τάσου Πουλτσάκη