Αν αυτές οι φράσεις ακουγόταν σε κάποιο καφενείο ενός απομονωμένου χωρίου ή σε ένα χαμαιτυπείο μια μεγαλούπολης μεταξύ των θαμώνων, σε ένα ριάλιτι σόου μεταξύ των παικτών ή έστω σε μια λαϊκή επιθεώρηση όπου οι ηθοποιοί θα προσπαθούσαν να προκαλέσουν το γέλιο και το χειροκρότημα των ακροατών και θεατών θα παρέμειναν αδιάφορες για τους περισσότερους. Όμως οι φράσεις αυτές εκστομίσθηκαν από εκπροσώπους των πολιτών στο Κοινοβούλιο.
Η διαμάχη μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν ότι είναι υποκριτικό σε περιόδους κρίσης οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής να μιλάμε για πολιτική ορθότητα και εκείνων που πιστεύουν ότι ακόμα και σε τέτοιες εποχές ο λεκτικός κανιβαλισμός καλό θα είναι να αποφεύγεται, κρατάει εδώ και σχεδόν επτά χρόνια. Το σοκ της οικονομικής κρίσης έφερε και ένα δεύτερο σοκ στη χρήση λόγου που εκφέρουν οι φορείς του δημόσιου λόγου, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αρχιερείς, συνδικαλιστές.
Ακριβώς σε αυτή την υποκρισία βρήκε βάση και στήριγμα ο επιθετικός και σχεδόν πολεμικός λόγος του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, του Νάιτζελ Φάρατζ του βρετανικού UKIP και επικεφαλής των ευρωσκεπτικιστών, του Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί δεν ενέκριναν την πολιτική ορθότητα και στο όνομα του ριζοσπαστισμού και της αντισυστημικότητας αποδέχτηκαν και επέβαλαν ένα συνονθύλευμα ακραίου και χυδαίου λόγου που για πάρα πολλά χρόνια είχε εκλείψει από την πολιτική. Στη χώρα μας ο πολιτικός λόγος περιορίστηκε τόσο πολύ που βρίθει από «ατάκες», «εξυπνάδες» και «χαβαλέ». Η ένταση αυξήθηκε εκεί όπου προϋπήρχε η ουσία. Οι φορείς του πολιτικού λόγου πια αντιλαμβάνονται πως θα ακουστούν μόνο μέσα από ακρότητες και αγριότητες.
Πολλοί αναρωτιούνται, όμως, γιατί πολιτικοί χρησιμοποιούν τέτοιου είδους πολιτικό λόγο;
Σύμφωνα με την Αριστοτελική Ρητορική υπάρχουν τρείς κατηγορίες επιχειρημάτων. Τα επιχειρήματα του ήθους του ομιλητή, ο οποίος είναι απαραίτητο να χτίσει την εικόνα του αυτή, που οι πολίτες συνειρμικά θα έχουν γι’ αυτόν, με την εντύπωση ότι κατέχει το χάρισμα του λόγου και μπορεί να το χειριστεί αποτελεσματικά. Το επιχείρημα του πάθους, δηλαδή το συναίσθημα του ακροατή όπου ο ομιλητής θα πρέπει πρωτίστως να έχει υπόψη του τα διανοητικά, πολιτιστικά, κοινωνικά και βουλητικά χαρακτηριστικά τους, έτσι ώστε ο λόγος του να είναι αποτελεσματικός. Και τέλος τα λογικά επιχειρήματα, που παρουσιάζει ο ομιλητής.
Στην Ελληνική κοινωνία την εποχή της κρίσης όπου τα προβλήματα και το οικονομικό σοκ εμπόδισαν την κριτική σκέψη να λειτουργήσει ολοκληρωμένα αναλύοντας όλα τα δεδομένα ήταν πολύ εύκολο πολιτικοί να επενδύσουν στο αντιμνημονιακό σχήμα. Οι πολιτικοί αυτοί το πρώτο που κατάφεραν ήταν να πείσουν τους πολίτες ότι μια διεθνή συνομωσία βρίσκεται πίσω από την οικονομική κρίση οπότε, κατά συνέπεια, το μνημόνιο έφερε την κρίση. Οι εν λόγω πολιτικοί, λοιπόν, έχτισαν τον δημόσιο πολιτικό τους λόγο χυδαιολογώντας και υβρίζοντας. Οι πολίτες από την άλλη μη μπορώντας να αντιληφθούν την πολυπλοκότητα των σύγχρονων οικονομικών δομών και σχέσεων ήταν εύκολο να κατανοήσουν μέσα στο θυμό τους την αγένεια που πια τη θεώρησαν ελευθερία έκφρασης και άρα ήταν κατανοητή. Αντίθετα όσους συνέχιζαν να χρησιμοποιούν στον πολιτικό τους λόγο την ευγένεια θεωρούσαν πως έκαναν χρήση ενός ψεύτικου εργαλείου πειθούς και πιο συχνά αδυναμία του ομιλητή. Δημιουργήθηκε έτσι μια αμφίδρομη σχέση κατανόησης μεταξύ ομιλητή και ακροατή, που διάβρωσε την κοινωνική συνοχή υποβαθμίζοντας την ποιότητα της Δημοκρατίας, αφού κυριαρχεί ο εριστικός λόγος.
Το ερώτημα όμως που τίθεται πια είναι αν πρέπει οι πολιτικοί αντίπαλοι, που μέχρι σήμερα δεν παρασύρθηκαν από τις σειρήνες του κανιβαλισμού, να συνεχίσουν έτσι ή για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τη χυδαιότητα, είναι απαραίτητο να αλλάξουν ρώτα.
* Της Φανής Αγορίτσα, φιλολόγου