Η εμπλοκή τους αυτή τους αναγκάζει να υποτάξουν την ποιητική τους ευαισθησία στην ιδεολογική και κομματική γραμμή του χώρου που υπερασπίζονται. Ο συγκερασμός αυτός δεν είναι καθόλου εύκολος, συχνά αποβαίνει δραματικός.
Ο Τίτος Πατρίκιος εκφράζει τους πολιτικούς αγώνες και τις κατοχικές και μεταπολεμικές περιπέτειες της ελληνικής αριστεράς.
Η ποίησή του ακολουθεί βίους παράλληλους με την ποίηση του Αναγνωστάκη, του Κύρου, του Αλεξάνδρου και του Σαχτούρη.
Η πρώτη περίοδος της ποιητικής του διαδρομής (1943-1954), με επίκεντρο το Χωματόδρομο, είναι η ηρωική, η αισιόδοξη και αγωνιστική περίοδος του ποιητή. Ο ποιητής προβάλλει σταθερά τις θετικές επαναστατικές αξίες .
Η δεύτερη περίοδος (1954-1959), είναι η αντιηρωική, η περίοδος του σκεπτικισμού και των προβληματισμών. Ο ποιητής κρίνει λάθη και τακτικές και αγωνίζεται για την αλήθεια. Καταγγέλλει όχι μόνο τη συναλλαγή και την κατάπτωση, αλλά την ουτοπία και το τέλος της ιδεολογίας.
Αυτός ο πάγος που αποδέχτηκα όλο κι απλώνει μέσα κι έξω… Και πια δεν ξέρω αν διάλεξα τη μοναξιά ή μου την επιβάλατε.
Αυτή την εποχή εντάσσεται στην ομάδα που ιδρύει την Επιθεώρηση Τέχνης (1954). Η Επιθεώρηση Τέχνης είναι το περιοδικό που οραματίστηκαν μερικοί νέοι και τολμηροί αριστεροί διανοούμενοι και που επρόκειτο να μείνει στην ιστορία ως το πιο σοβαρό και πλήρες εγχείρημα του χώρου των τεχνών και του πολιτισμού. Η ιδρυτική ομάδα αποτελούνταν από ποιητές με βεβαρημένο πολιτικό μητρώο. Άλλοι ήρθαν από τη φυλακή κι άλλοι από την εξορία: Χαΐνης, Κουλουφάκος, Λειβαδίτης, Ραυτόπουλος, Πατρίκιος, Φουρτούνης, Πορφύρης Κονίδης και Γιώργος Σύριος. Αυτό σήμαινε ότι όλοι ήταν υπό παρακολούθηση της Ασφάλειας και ότι η δουλειά τους στο περιοδικό παρεμποδίζονταν από τη μόνιμη απειλή της σύλληψης.
Πολεμήθηκε έντονα τόσο από το επίσημο κράτος όσο και από την διαφωνούσα Αριστερά. Το εγχείρημα αντιμετωπιζόταν με επιφυλακτικότητα και από τους κύκλους των αριστερών, που είτε απέφευγαν τη συνεργασία με το περιοδικό είτε επέλεγαν να δημοσιεύσουν τα κομμάτια τους με ψευδώνυμο.
Ο Πατρίκιος δηλώνει σε συνέντευξή του: «Για το καθεστώς της Δεξιάς ήμασταν επικίνδυνοι, για τους καθιερωμένους συγγραφείς της Αριστεράς ήμασταν, στην καλύτερη περίπτωση, απερίσκεπτοι τολμητίες, στη χειρότερη, θρασείς νεοσσοί. Κανείς δεν μας εμπιστευόταν, κανείς δεν πίστευε ότι το περιοδικό θα είχε μέλλον».
Παρ’ όλες όμως τις αντίξοες συνθήκες η Επιθεώρηση Τέχνης ευνόησε τις συζητήσεις για την αντικειμενικότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και προσπάθησε να κρατηθεί μακριά από δογματισμούς.
Η Επιθεώρηση Τέχνης άντεξε για σχεδόν δώδεκα χρόνια από το (1955 ως το 1967). Τον Απρίλιο του 1967 η χούντα τη θέτει σε απαγόρευση και έκτοτε δεν επανεκδίδεται.
Την τρίτη ωριμότερη περίοδο (1959-1973), η ποίησή του Πατρίκιου πηγαίνει περισσότερο στην εσωτερική ζωή, την ιδιωτική, χωρίς να χάνει το ενδιαφέρον της για τα κοινά. Ο ποιητής επιλέγει την αυτοεξορία εκτός Ελλάδας. Σπουδάζει Κοινωνιολογία στο Παρίσι, και κινείται ανάμεσα σε Παρίσι και Ρώμη. Κατά τη δικτατορία βρίσκεται σε αυτοεξορία, ενώ η διάσπαση του Κ.Κ.Ε γίνεται αιτία για να επαναπροσδιοριστεί ως ποιητής. Αυτή την περίοδο ζει πλέον την καθημερινότητά του, κάνει απολογισμό της μνήμης του, αντιλαμβάνεται τη φθορά και φτάνει στην αυτογνωσία: «Ήξερα πως δεν είχα τίποτα να περιμένω. Μα δε βρισκόμουν πια στην πρώτη νιότη μου. Κι η σύνεση γινόταν μια πολυτέλεια δυσβάσταχτη».
Η προηγούμενη εμπειρία βαραίνει τον Πατρίκιο πολύ, όμως οι νέες ιστορικές συγκυρίες και οι νέες εμπειρίες (δικτατορία, μακρόχρονη παραμονή στο εξωτερικό και τα βιώματα που έχει ως μετανάστης) τον κάνουν να επανέλθει στο συλλογικό πνεύμα και να ξαναβγεί στο φως. Στην Αθήνα εργάστηκε στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών. Δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τα κοινά και το 1996 μπήκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Το 2000 έγινε πρόεδρος της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας του 2004, αλλά παραιτήθηκε το 2001.
Ένας χαρακτηρισμός που καταδιώκει τον Πατρίκιο και την ποίησή του είναι αυτός του «ποιητή της ήττας» . Η αναζήτηση της αλήθειας και ο αγώνας του να αποδεσμευθεί η ποίηση από παραμορφώσεις και συσκοτίσεις, έγινε αντικείμενο πολεμικής και κατέληξε να πάρει την απόχρωση ενός ηθικού στιγματισμού. Η "ετικέτα" της ήττας εξελίχθηκε σε πολιτική αντιπαράθεση. Πολλοί ποιητές κι ανάμεσά τους ο Αναγνωστάκης κι ο Πατρίκιος κατηγορήθηκαν ως αποστάτες της αριστερής ιδεολογίας. Είναι αυτοί που εξέφρασαν έναν σκεπτικισμό, μακριά από τις βεβαιότητες των δογματικών της αριστεράς.
«Εγώ δεν γράφω πια για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια». Πλάι στην μελαγχολική διαπίστωση: «κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα/κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες» ο Τίτος Πατρίκιος τοποθετούσε την αντίστιξη: «Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω/ να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή». Οι στίχοι αυτοί είναι κυρίως που δημιούργησαν θόρυβο και προκάλεσαν τον χαρακτηρισμό «ποιητής της ήττας» που για χρόνια κουβαλούσε ως στίγμα ο Πατρίκιος. Άδικος χαρακτηρισμός, καθώς μπορεί η ποίηση του να αναπτύσσεται σε μία ατμόσφαιρα ήττας, αλλά ο ίδιος ο ποιητής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ηττοπαθής .
Η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου είναι ποίηση της αριστερής πολιτικής εμπειρίας.
Η αναζήτηση της αλήθειας της αριστεράς διαπερνά όλο το έργο του.
Σαν έπεσε η βαλανιδιά άλλοι κόψανε ένα κλαδί, το μπήξανε στο χώμα καλώντας για προσκύνημα στο ίδιο δέντρο, άλλοι θρηνούσαν σ’ ελεγεία το χαμένο δάσος τη χαμένη τους ζωή, άλλοι φτιάχνανε συλλογές από ξεραμένα φύλλα τις δείχνανε στα πανηγύρια βγάζανε το ψωμί τους, άλλοι διαβεβαίωναν τη βλαπτικότητα των φυλλοβόλων διαφωνώντας όμως στο είδος ή και στην ανάγκη αναδάσωσης, άλλοι, μαζί κι εγώ, υποστήριζαν πως όσο υπάρχουν γη και σπόροι υπάρχει δυνατότητα βαλανιδιάς. Το πρόβλημα του νερού παραμένει ανοιχτό. (Αλληγορία 1998).
Από την Κατερίνα Κόσσυβα, φιλόλογο