Γι’ αυτό και, κατ’ επανάληψη, τίθεται από διάφορες πλευρές το θέμα της επανακαθιέρωσης της αξιολόγησης, αλλά σκοντάφτει μετά μανίας σε ιδεοληψίες κομματικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών, αλλά και σε φόβους και ανησυχίες εκπαιδευτικών, δικαιολογημένες ή μη, για απολύσεις και για σύνδεση αμοιβής-παραγωγικότητας, που μπορεί να βλάψει ακόμη περισσότερο τις, ήδη, πενιχρές αποδοχές τους, με αποτέλεσμα να έχει περιπέσει σε τέλμα και να έχει οδηγηθεί η εκπαιδευτική κοινότητα και το σχολείο, γενικότερα, σε αδιέξοδα.
Σ’ ό,τι με αφορά και παρότι τυγχάνει να είμαι θερμός υποστηρικτής της αξιολόγησης, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, όλων των εκπαιδευτικών χωρίς εξαιρέσεις, ακολουθώντας τη μέση οδό καταθέτω μια πρόταση ικανή, πιστεύω, να μας βγάλει από το τέλμα, το περιεχόμενο της οποίας, σε γενικές γραμμές, είναι το παρακάτω.
Σύμφωνα μ’ αυτή, η αξιολόγηση πρέπει να είναι υποχρεωτική για όλους τους εκπαιδευτικούς και για όσο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, θεωρούνται δόκιμοι (σήμερα δύο χρόνια). Όσοι απ’ αυτούς σ’ αυτή τη φάση ή αποδεδειγμένα μετά τη μονιμοποίησή τους και στο διάβα του χρόνου κριθούν ότι αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στα διδακτικά τους καθήκοντα, ν’ αξιοποιούνται δια νόμου σε άλλες σχολικές ενασχολήσεις, αλλά να τους δίνεται η δυνατότητα επαναξιολόγησης, όταν τη ζητήσουν, για να επανέλθουν στα διδακτικά τους καθήκοντα, εφόσον μπορούν. Όλοι οι άλλοι εκπαιδευτικοί μετά τη μονιμοποίησή τους να αξιολογούνται προαιρετικά, εξαιρουμένων αυτών, που δηλώνουν εξαρχής ότι επιθυμούν στο μέλλον να συμμετέχουν στις, κατά καιρούς, διαδικασίες επιλογής στελεχών της Εκπαίδευσης και οι οποίοι θα αξιολογούνται υποχρεωτικά και κατά τακτά χρονικά διαστήματα.
Οι Διευθυντές σχολείων, επίσης, ν’ αξιολογούνται υποχρεωτικά κατά τη διάρκεια της πρώτης τετραετούς θητείας τους και, εφόσον κρίνονται ικανοί ν’ ασκούν με επιτυχία τα καθήκοντά τους, χάριν της ομαλότητας της σχολικής ζωής να συνεχίζουν, αν το επιθυμούν, το διευθυντικό τους έργο επί μονίμου βάσεως, εκτός κι αν συντρέχουν λόγοι υγείας, που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Ως εκ τούτου θα επανακηρύσσονται προς πλήρωση μόνο οι θέσεις Διευθυντών σχολείων, που είναι κενές κάθε φορά, που γίνονται οι κρίσεις.
Υποχρεωτική, τέλος, πρέπει να είναι η επαναξιολόγηση των προϊσταμένων Εκπαίδευσης και των Σχολικών Συμβούλων, κάθε φορά που δηλώνουν ότι επιθυμούν να συνεχίσουν το έργο τους και μετά τη λήξη της τρέχουσας τετραετούς θητείας τους, γιατί και οι κρίνοντες πρέπει να κρίνονται για ευνόητους λόγους, ενώ βασική προϋπόθεση, για να γίνει κανείς Σχολικός Σύμβουλος ή Διοικητικός Προϊστάμενος, πρέπει να είναι μία τουλάχιστον πετυχημένη θητεία σε θέση Διευθυντή σχολείου.
Και για να είναι πιο αντικειμενική η αξιολόγηση χωρίς να κινδυνεύουν οι αξιολογούμενοι από τον υποκειμενισμό και την αυθαιρεσία των αξιολογητών, θα πρέπει στις κρίσεις για την επιλογή στελεχών να συνυπολογίζονται κατά περίπτωση, ο βαθμός αξιολόγησης εκ μέρους του Σχολικού συμβούλου, του Διευθυντή Σχολείου ή του κατά περίπτωση Διοικητικού παράγοντα πάνω απ’ αυτόν, του συλλόγου ή των συλλόγων διδασκόντων, που υφίστανται την αξιολόγηση, καθώς επίσης και ο βαθμός, που συγκεντρώνει ο κάθε υποψήφιος από τα αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια, όπως το β’ πτυχίο, το μεταπτυχιακό, το διδακτορικό, το συγγραφικό έργο και άλλα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η συνέντευξη δε χρειάζεται.
Κίνητρο για συμμετοχή στην αξιολόγηση και στη στελέχωση της εκπαίδευσης πρέπει να συνεχίσει να είναι το υπάρχον επίδομα θέσης και, ει δυνατόν, πιο αυξημένο, η δε αξιολόγηση εκ μέρους του Σχολικού Συμβούλου να γίνεται αποκλειστικά και μόνο με προειδοποίηση του αξιολογουμένου κι όχι με αιφνιδιαστικό τρόπο για ευνόητους λόγους. Αν, μάλιστα, συνοδευτεί η υλοποίηση αυτής της πρότασης και με αύξηση των αποδοχών όλων των εκπαιδευτικών, τότε η εφαρμογή της θα είναι ευκολότερη.
Όλα αυτά, που περιλαμβάνει η πρότασή μου, η οποία, σημειωτέον, χρειάζεται καλύτερη και λεπτομερέστερη επεξεργασία, για να υπάρχουν πιθανότητες να γίνουν πράξη και να αποδώσουν καρπούς, χρειάζονται το χρόνο τους. Γι’ αυτό και βασική προϋπόθεση εκτός του ν’ ανοίξει ουσιαστικός διάλογος όχι μόνο για το εξεταστικό των μαθητών, όπως γίνεται σήμερα και επί χρόνια, αλλά για να σπάσει το άβατο στην αίθουσα διδασκαλίας, είναι να υπογραφεί, γιατί όχι, μνημόνιο εικοσαετούς, τουλάχιστον, διάρκειας μεταξύ όλων, ει δυνατόν, των πολιτικών δυνάμεων της χώρας ή έστω των μεγαλυτέρων. Σ’ αυτό εκτός των άλλων, θα δηλώνεται, ξεκάθαρα, ότι κατά τη διάρκεια της εικοσαετίας το σύστημα θα παραμένει σταθερό και χωρίς άρση μονιμότητας και σύνδεση αμοιβής –παραγωγικότητας πλην του επιδόματος θέσης, μια που τα συνεχή «ράβε- ξήλωνε» τα πλήρωσε ακριβά το σχολείο.
Δεν έχω, βέβαια, αυταπάτες, ούτε περιμένω, αν και θα το ήθελα πολύ, να υπάρξει σύντομα ενδιαφέρον για την πρότασή μου αυτή απ’ τους πολιτικούς μας ταγούς, παρότι γνωρίζουν πολύ καλά να υπογράφουν άλλου είδους απανωτά μνημόνια με ισχύ πολλών δεκαετιών. Παρόλα αυτά την καταθέτω προς κρίση.
Από τον Κώστα Γιαννούλα