Η μία αφορά την κατοχή από τον κ. Γεωργίου, για ένα χρονικό διάστημα, της θέσης του Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ και του στελέχους του ΔΝΤ, και την μη τήρηση, κατά την άσκηση των καθηκόντων του Προέδρου, όσων οι νόμοι προέβλεπαν.
Η δεύτερη αφορά την αποτύπωση των δημοσιονομικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας του έτους 2009. Με τα στοιχεία αυτά, το Μάϊο του 2010, η τότε ελληνική κυβέρνηση, οι αγορές και οι εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οδήγησαν και αιτιολόγησαν, την ένταξη της χώρας στον τριμερή μηχανισμό στήριξης και το 1ο μνημόνιο.
Με το παρόν σημείωμα θα επικεντρωθούμε στις δύο συνιστώσες του θέματος.
Πρώτη: Υπήρξαν καταγγελίες (από τεχνοκράτες-στελέχη της ΕΛΣΤΑΤ διορισμένα από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) ότι ο κ Γεωργίου, ταυτόχρονα, κατείχε τις δύο θέσεις και μάλιστα κατά τη διαδικασία ορισμού του στη θέση του Προέδρου, είχε αποκρύψει αυτό το γεγονός. Επιπροσθέτως, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, για την εξαγωγή-αποστολή στη Eurostat των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων της Ελλάδας του 2009, δεν εφάρμοσε όσα ο νόμος προέβλεπε. Κατά την άποψη των λαλίστατων υποστηρικτών (π.χ. κ. Παπαδημούλης, κ. Ανδρουλάκης, κ. Κύρτσος, κ. Ξαφά, κ. Πρετεντέρης, κ. Παπαδημητρίου, κ. Οικονόμου, κα), της θέσης ότι η δικαστική έρευνα μας εκθέτει στη διεθνή κοινότητα, η ελληνική δικαιοσύνη δεν έπρεπε να διερευνήσει με αμεροληψία τις σχετικές καταγγελίες;
Υποκριτικός ο σπαραγμός τους για τη διεθνή εικόνα της χώρας που η δικαιοσύνη της τόλμησε να δικάσει δημόσια την καταγγελία για διάπραξη αδικήματος από ένα πολίτη. Μετά την καταδικαστική απόφαση μπορούν να πουν ότι τα συγκεκριμένα που του καταλόγισε η δικαιοσύνη δεν είναι αληθή;
Επίσης, οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσμοί γιατί κόπτονται και απροκάλυπτα παρεμβαίνουν για να μη γίνουν δημόσιες δίκες. Κατανοώ το γεγονός ότι οι ισχυροί εταίροι υπηρετούν τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά τους, αλλά δεν δικαιολογώ την ωμή παραβίαση θεμελιώδους αρχής της δημοκρατίας και τον εξευτελισμό της χώρας και των θεσμών της. Eυτυχώς που υπήρξαν οι εθνικά αξιοπρεπείς δηλώσεις της ένωσης δικαστών και εισαγγελέων και του πρέσβη της Ελλάδας στη Γερμανία κ. Θ. Δασκαρόλη. Σε τελική ανάλυση, αν όλα έγιναν σωστά γιατί αντιδρούν σπασμωδικά; Μήπως δεν θέλουν να αποκαλυφθεί κάτι μέσα από τη δημόσια αντιπαράθεση; Και να σημειώσω ότι αυτά τα γράφει ένας πολίτης που για δεκαετίες είναι σταθερός και ενεργός υποστηρικτής του ευρωπαϊκού και δυτικού προσανατολισμού της χώρας.
Δεύτερη: Η ελληνική οικονομία, την περίοδο 1982-1995, είχε δημόσιο έλλειμμα κατά μέσο όρο ετησίως, περί το 10% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος συσσωρευόταν ταχύτατα και το 1992 υπερέβη το 100% του ΑΕΠ και έκτοτε και μέχρι το 2008 κινήθηκε στο διάστημα 100-110% του ΑΕΠ. Κατά το επίμαχο έτος 2009, εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αποσταθεροποιήθηκαν δημοσιονομικά οι οικονομίες όλων των χωρών και φυσικά της Ελλάδας, που εξακολουθούσε να είναι ρηχή, εύθραυστη, με υποβόσκουσες διαχρονικές παθογένειες και να κυριαρχείται σε όλο το κοινωνικό και πολιτικό φάσμα της από αναχρονιστικό σύστημα ιδεών, αξιών και πρακτικών. Όμως, παρ όλη τη διαταραχή και τις δυσκολίες, στις 5 Οκτωβρίου του 2009 που η ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή, παρέδωσε τη διακυβέρνηση της χώρας στο ΠΑΣΟΚ, υπό τον κ. Γ. Παπανδρέου, η κατάσταση ήταν υπό σχετικό έλεγχο και το κόστος δανεισμού της χώρας από τις αγορές ήταν χαμηλό (spreads στις 132 μβ – μέχρι σήμερα αυτό το ύψος ούτε όνειρο θερινής νυκτός). Υπενθυμίζω ότι το 2009 το διαχειρίσθηκαν δύο διαδοχικές κυβερνήσεις (τρία τρίμηνα και ένα τρίμηνο) με ότι αυτό σημαίνει για τη διαμόρφωση των δημοσιονομικών μεγεθών. Η κυβέρνηση που ανέλαβε, πέραν των λαθών που είχε διαπράξει ως αντιπολίτευση, μέχρι το Μάϊο του 2010, αντί να λειτουργήσει σταθεροποιητικά, με πράξεις και παραλείψεις, αποσταθεροποίησε πλήρως την οικονομία, με συνέπεια η χώρα να τεθεί εκτός αγορών και να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης. Προσφυγή που όπως έχει τονισθεί από πολλούς (μεταξύ αυτών οι κκ Κ. Σημίτης, Γ. Στουρνάρας, κα) δεν ήταν νομοτελειακός μονόδρομος, ήταν προφανώς επιλογή. Είναι δε γνωστό ότι στη συνέχεια, εντός μνημονίων, με περιορισμό εθνικής κυριαρχίας έγιναν προσαρμογές με βιαιότητα και υψηλό κοινωνικό κόστος, σε κλίμα τιμωρίας. Από αυτές, αρκετές ήταν ορθές (έπρεπε να τις είχαμε κάνει διαχρονικά μόνοι μας) και μερικές αμφιβόλου αποτελέσματος.
ο κ. Γεωργίου προφανώς γι αυτή την πορεία δεν είχε θεσμική ευθύνη, όμως ως Πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, την κρίσιμη περίοδο προκάλεσε ή συνεργάσθηκε ή αποδέχθηκε την αλλαγή των κανόνων μέτρησης των δημοσιονομικών μεγεθών και προέβη σε λογιστικο-στατιστικούς χειρισμούς, που επιβάρυναν τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας, του έτους 2009. Κατά την εκτίμησή μας, δεν φόρτωσε την οικονομία με διαχρονικά ανύπαρκτα βάρη, αλλά μετέφερε στο έτος 2009 βάρη που δεν του αντιστοιχούσαν. Αλλά ακόμη και αν δεχθούμε ότι οι χειρισμοί αυτοί οδηγούσαν, ετησίως, σε ακριβέστερη προσέγγιση της πραγματικότητας, παραμένουν τα ερωτήματα: υπήρχε υποχρέωση για αλλαγή των κανόνων μέτρησης την ώρα της κρίσης; Γιατί όλοι οι χειρισμοί που έγιναν οδήγησαν στην επιβάρυνση του 2009, ενώ επί της ουσίας αρκετές από τις επιβαρύνσεις δεν αφορούσαν αυτό το έτος; Ακόμη και αν ο κ Γεωργίου αποδέχθηκε να χρησιμοποιηθεί ως εκ των υστέρων «μακιγιέρ», δεν είναι υποχρέωση της πολιτείας να διερευνήσει δημόσια τα γεγονότα; Δεν πρέπει οι Έλληνες πολίτες να μάθουμε την αλήθεια;
Οι λαλίστατοι, υποστηρικτές της θέσης ότι «κακώς η δικαιοσύνη διερευνά τον κ Γεωργίου, ως προς τη διαμόρφωση των τιμών των δημοσιονομικών μεγεθών του έτους 2009» μας συνιστούν να αρκεσθούμε στην αλήθεια που μας σερβίρουν κάθε τόσο μέσω των γνωστών ΜΜΕ, όπου υπό υψηλή προστασία «όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν». Δηλαδή, ουσιαστικά μας λένε να δεχθούμε την «αλήθεια τους». Αν πιστεύουν στη δύναμη της αλήθειας τους τότε γιατί αντιδρούν λυσσαλέα σε κάθε απόπειρα δημόσιας διερεύνησης του θέματος; Οι κκ. Α. Σαμαράς και Α. Τσίπρας, υπέκυψαν, δεν τήρησαν τις προεκλογικές υποσχέσεις τους για δημόσια διερεύνηση των γεγονότων εκείνης της περιόδου και έριξαν «πέπλο σιωπής», για τους δικούς τους λόγους. Οι λαλίστατοι συνιστούν να πράξει το ίδιο και η δικαιοσύνη; Mή πως για να “δικάζουν” οι ίδιοι;
Σε τελική ανάλυση, δικαίωμά τους να έχουν την όποια άποψη. Όμως δεν έχουν δικαίωμα, αξιοποιώντας την επικοινωνιακή υπεροπλία, να λοιδορούν όσους δεν συμφωνούν μαζί τους.
Οι πολίτες έχουμε δικαίωμα να μάθουμε τι έγινε εκείνη την περίοδο, μέσα από αξιόπιστες ανοικτές διαδικασίες. Άλλωστε μόνο έτσι μπορεί να διαμορφωθεί αξιόπιστη ιστορική αλήθεια, χρήσιμη για την πορεία της χώρας. Ο σεβασμός στην αναζήτηση της αλήθειας και τους πολίτες έχει, τελικά, μόνο εθνικό όφελος.
Από τον Κωνσταντίνο Τσαμαδιά
* Ο Κωνσταντίνος Τσαμαδιάς είναι Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικής Αξιολόγησης Επενδύσεων και Πολιτικών στην Εκπαίδευση, τη Διά Βίου Μάθηση και την Έρευνα, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Οικονομικών της Εκπαίδευσης και Δια Βίου Μάθησης, της Έρευνας και Καινοτομίας. Μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ειδικών στα Οικονομικά της Εκπαίδευσης