Οι Γιατροί είναι εξαιρετικοί, διακεκριμένοι θα έλεγα, εφοδιασμένοι με γνώσεις και ικανότητες θαυμάσιες. Οι περισσότεροι είναι μετεκπαιδευμένοι ή απόφοιτοι φημισμένων Πανεπιστημιακών Σχολών. Επίσης αξιόλογος είναι και ο εξοπλισμός τους σε ιατρικά μηχανήματα, που σώζουν ζωές.
Αλλά τι το θες. Μόλις περνάς το κατώφλι τους, αρχίζουν οι ώρες αγωνίας. Η ανησυχία και η αγωνία του ασθενούς και των οικείων του, αρχίζει με τη διάγνωση παραπομπής. Φθάνεις στο Νοσοκομείο με διάχυτα και ανάκατα συναισθήματα και ερωτήματα. Πόσο θα μείνω εδώ; Θα γίνω καλά; Και πιο πολύ, το βασανιστικό συναίσθημα, ότι βάζεις σε μια διαδικασία ταλαιπωρίας, ιδίως τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου.
Συγκλονιστική είναι εκείνη η ματιά της γυναίκας, που ολομερίς δεν φεύγει από πάνω σου. Καρτερική. Δοτική. Συμπάσχουσα. Η νύχτα είναι βαριά κι ατέλειωτη. Δεν περνάς με την ίδια συντροφιά. Θ’ αναγκαστείς να καταφύγεις στην αποκλειστική νοσηλεύτρια. Η ταρίφα είναι κομμένη στα 60-70 ευρώ. Αν δεν τα έχεις, με το ελλιπές νοσηλευτικό προσωπικό του Νοσοκομείου, οι νύχτες θα είναι βασανιστικές.
Όλες τις άλλες ώρες της ημέρας, ο δικός σου, που έχει εγκαταλείψει τη ζωή του, στέκει πάνω στο προσκεφάλι σου. Να σε φροντίσει. Να σε ταΐσει. Να βρέξει τα στεγνά σου χείλη με λίγο νερό. Να σε γυρίσει λίγο να μην ανοίξεις. Να φροντίσει για τη βολή σου. Και σκέπτεται ακόμη η έρμη η γυναίκα σου: Τι θα γίνει στο σπίτι μετά το Νοσοκομείο; Μα θα ρωτήσετε: Το Νοσοκομείο δεν διαθέτει νοσοκόμες; Πολλά τα δεινά. Αποκαρδίωση. Κατ’ αρχήν το νοσηλευτικό προσωπικό είναι ελλιπές. Είναι αδύνατο να καλύψει τις ανάγκες. Τις καλείς απεγωνσμένα, οπότε κάποτε καταφθάνει με έκδηλο τον κόπο και τον εκνευρισμό της. Κουρασμένη. Απηύδησε με τη δουλειά της. Βαρύ το έργο τους. Η αμοιβή τους γλισχρή. Και πέραν αυτών (το καταθέτω ως τραυματική εμπειρία και της γυναίκας μου) μία συμπεριφορά από μερικές, αήθεις. Αντίθετα με άλλες πιστές στο έργο τους, είναι ολότελα αφοσιωμένες στο σοβαρό τους έργο. Ένα χαμόγελο, μία προθυμία, ένας λόγος θάρρους και ελπίδας, βάλσαμο ασθενούς και συνοδού του. Είναι ο φόρτος εργασίας; Ο πενιχρός μισθός τους; Και το χρέος; Η προσφορά; Πού πάει; Αλλά πέφτει πάνω σου, η γλυκύτητα της συντρόφου σου, εκείνο το βλέμμα στοργής και αγάπης, το απαλό της χέρι, που απαλύνει τον πόνο σου, και τότε τα ξεχνάς, τα προσπερνάς.
Οι θάλαμοι του Νοσοκομείου είναι ασφυκτικά γεμάτοι. Δωμάτιο για δύο κλίνες, φιλοξενεί τέσσερις ασθενείς. Ο συνωστισμός συνοδών και επισκεπτών, σου δίνει την εικόνα καφενείου. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Η ηρεμία ανέφικτη. Ο εκνευρισμός επί θύραις. Και να ήταν μόνο αυτοί; Ολημερίς μπαινοβγαίνουν από θάλαμο σε θάλαμο άνθρωποι άσχετοι, ενοχλητικοί. Έμποροι με είδη ιατρικά, αφήνουν την κάρτα τους. Κάρτες απλώνονται στα κρεβάτια και από τους ντελίβερι. Από αποκλειστικές νοσηλεύτριες. Κάρτες από ιδιωτικά ασθενοφόρα, για ειδικά στρώματα. Λαχειοπώλες υποσχόμενοι ανάρρωση και χρήμα!! Κι ακόμα μαυροφορεμένες θεούσες, να πούνε τον δικό τους ανάλατο λόγο, για να πωλήσουν αγιασμένα κομποσχοίνια και εικονίτσες. Και ό,τι άλλο φανταστείς.
Ο άμοιρος άρρωστος και η συνοδός του, έκθετοι στο κέφι του καθενός. Άραγε δεν υπάρχει τρόπος, τα καταιγιστικά αυτά κύματα της δεκαρολογίας, κάποιος να τα αναχαιτίσει πριν εισέλθουν, στον ευαίσθητο χώρο του Νοσοκομείου;
Τέλος η ολιγοήμερη παραμονή σου στο πονεμένο κλινάρι, υφαίνει σιγά, σιγά τον ιστό μιας γνωριμίας, μιας πρόσφατης φιλίας με τον παρακείμενο συμπάσχοντα. Μια σκιά είναι, που θα κρατήσει όσο να διαβείς την έξοδο.
Εξιτήριο! Η πιο γλυκιά ώρα. Από αύριο στο σπίτι σου. Συντροφιά με τη γυναίκα σου.
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου