Ιστορικά ξεκινούν τον Μάρτιο του 1936, με χαρακτήρα συμπληρωματικό των στρατιωτικών, όπου οι μαθητές παρελαύνουν με στρατιωτικό βήμα μπροστά στον Μεταξά και τον Βασιλιά. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου άλλωστε, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της στρατιωτικής συνείδησης της νεολαίας. Το φασιστικό μοντέλο έδωσε βάρος στις “γυμναστικές επιδείξεις”, στις “παρατάξεις”, στις “παρελάσεις” και στις “λαμπαδηφορίες”. Ήταν η «φτωχή» ελληνική μίμηση στις επιβλητικές γιορτές των Ιταλών φασιστών του Μουσολίνι και ιδίως των εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ. Από τότε η σχολική παρέλαση συνδέθηκε απόλυτα με τη στρατιωτική και η απουσία των μαθητών θεωρήθηκε αξιόποινη πράξη. Την ίδια σημασία για τις μαθητικές παρελάσεις έδειξε και η Απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών. Με τη μεταπολίτευση περιορίστηκαν οι ακρότητες, αλλά για χρόνια κανείς δεν αμφισβήτησε επίσημα τον θεσμό. Μια φορά στα 1984 «διέρρευσε» η είδηση της κατάργησης των μαθητικών παρελάσεων ως αναχρονιστικού θεσμού, αλλά αμέσως ο τότε υπουργός Παιδείας κ. Απ. Κακλαμάνης έσπευσε να δηλώσει ότι ούτε απόφαση ούτε καν παρόμοια σκέψη υπήρχε. Τα τελευταία χρόνια, όπως και σήμερα, το θέμα επανέρχεται, χωρίς να πάρει ποτέ ιδιαίτερη έκταση. Τι είναι αυτά που συντηρούν άθικτο για οκτώ δεκαετίες αυτόν το θεσμό; Είναι η αδράνεια, η εμμονή σε “παραδοσιακές” αντιλήψεις για την εθνική διαπαιδαγώγηση ή η αδυναμία που έχουμε να συζητάμε ψύχραιμα ζητήματα που αγγίζουν τα εθνικά, εδώ άτοπα προσθέτω, και τα θρησκευτικά μας στερεότυπα; Όλα μπορούμε να τα συνυπολογίσουμε. Επιπρόσθετα να πάρουμε υπόψη πως το αρνητικό φορτίο που φέρουν οι μαθητικές παρελάσεις από την εποχή που καθιερώθηκαν, έχει ξεχαστεί και καθόλου δεν απασχολεί μια μεγάλη μερίδα πολιτών, που απλά θέλει να καμαρώσει τους μαθητές στην κακέκτυπη αναπαράσταση των στρατιωτικών αγημάτων. Η ψυχοσύνθεση της ελληνικής οικογένειας πριμοδοτεί αυτές τις συμπεριφορές και πολλαπλασιάζει τα εμπόδια για την τροποποίησή τους.
Τα επιχειρήματα όμως για τη κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων είναι πολλά και πρέπει να συζητηθούν χωρίς τον φόβο της εθνικιστικής υστερίας που ακυρώνει κάθε απόπειρα σοβαρού διαλόγου:
1. Δεν προσφέρουν σχεδόν τίποτα το ουσιαστικό στη σημερινή σύγχρονη εκπαιδευτική και μαθησιακή διαδικασία.
2. Προάγουν συμπεριφορές που αγγίζουν τα όρια του ρατσισμού. Στο σχολείο δεν έχουν θέση οι διαχωρισμοί, όπως οι "κοντοί" και οι "ψηλοί", οι "σημαιοφόροι" και οι "άλλοι", που καλλιεργούνται με τη λογική των παρελάσεων. Μην ξεχνάμε και τις απίστευτες αντιδράσεις απέναντι σε αλλογενείς μαθητές.
3. Τα αυταρχικά καθεστώτα στηρίζονται σ' αυτή την ανόητη επίδειξη βηματισμού των υπηκόων τους. Οι μαθητές κακώς σχηματίζουν στρατιωτικό άγημα. Είναι παιδιά και το σχολείο δεν μπορεί να τα διδάσκει την πειθαρχία όταν αυτή είναι ανώφελη.
4. Διδάσκουν τον εντυπωσιασμό και την τυπολατρική εμμονή στην κακώς νοούμενη παράδοση.
5. Η υποχρεωτική συμμετοχή δημιουργεί τριβές στα σχολεία ενώ οι πρόβες γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλείς μια και συνεπάγεται το «χάσιμο του μαθήματος». Αν αυτό δεν είναι ευτελισμός τι είναι;
6. Έχουν κάτι από πασαρέλα.
Η πολιτεία, η εκπαιδευτική κοινότητα και η κοινωνία πρέπει να καθορίσουν το στόχο, αυτό δηλαδή που επιδιώκουν να διδάξουν στα παιδιά κατά τον εορτασμό της εθνικής επετείου. Αν το ζητούμενο είναι η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης, καθόλου μεμπτό, πρέπει αφενός να βρούμε εκείνο το μίγμα δράσεων που θα προωθεί την εθνική ενότητα χωρίς να οδηγεί σε ανόητους και άρα επικινδύνους εθνικισμούς και αφετέρου θα αναδεικνύει οτιδήποτε από το παρελθόν ενώνει τους πολίτες της σύγχρονης κοινωνίας. Η ιστορική γνώση και οι παραδόσεις μπορούν να εμπεδωθούν μέσα από δράσεις βιωματικού χαρακτήρα όπως το θέατρο, ο χορός και το τραγούδι. Η φαντασία των παιδιών και των δασκάλων θα εμπλουτίσει τη γιορτή με νέες φόρμες και περιεχόμενο, αρκεί η σχολική κοινότητα να αφεθεί ελεύθερη στους πειραματισμούς της. Το δύσκολο είναι να συμφωνήσει η κοινωνία πως ο θεσμός των παρελάσεων δεν έχει τίποτα το ιερό και το όσιο για να διαιωνίζεται. Πρέπει να τελειώσουμε με τις μαθητικές παρελάσεις, όμως φοβάμαι, πως για μια ακόμη φορά θα προτιμήσουμε τη θαλπωρή του συντηρητισμού μας.
Από τον Αντώνη Σούρμπη
Ο Αντώνης Σούρμπης είναι καθηγητής φυσικός