Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Στις 20 Φεβρουαρίου, η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ φάνηκε να τελειώνει την αβεβαιότητα που είχε καθίσει πάνω από τη χώρα, υπογράφοντας στο Eurogroup συμφωνία με τους εταίρους, για ένα πρόγραμμα-γέφυρα, όπως ονομάστηκε, που θα επανέφερε την κανονικότητα στην Ελλάδα. Που θα μπορούσε, δηλαδή, να επιστρέψει τη χώρα σε τροχιά ανάκαμψης με στόχο την έξοδο από το καθεστώς των μνημονίων, προς τις αγορές.
Προϋπετίθετο, ασφαλώς, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα εξειδίκευε μεταρρυθμιστικές προτάσεις που θα έστελνε στους εταίρους προς έγκριση, ώστε εκείνοι με τη σειρά τους να βοηθήσουν να ξεπεραστεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, η χρηματοδοτική ασφυξία. Μάλιστα, οι εταίροι, θεωρώντας ότι βοηθούν την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει, αποδέχτηκαν να μετονομαστούν η τρόικα σε τεχνική βοήθεια, το μνημόνιο σε πρόγραμμα, ενώ ήταν εμφανές ότι θα συμπεριφέρονταν με ελαστικότητα σε ζητήματα στα οποία, αντικειμενικά, η Ελλάδα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί – στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, π.χ., που έπρεπε η χώρα να παρουσιάσει στο επόμενο διάστημα.
Ο Αλέξης Τσίπρας είχε τη χρυσή ευκαιρία. Έβγαινε από μια τεράστια εκλογική νίκη, με αυξημένα ποσοστά και με τη συναίνεση του ελληνικού λαού να μεγαλώνει, ενώ αντιμετωπιζόταν συναινετικά και από τις βασικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης (ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ), που έχουν μάθει πλέον καλά το μάθημά τους, ότι το πρωτεύον για τη χώρα είναι να ξαναβγεί στις αγορές, έχοντας προηγουμένως πετύχει μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας της οικονομίας της: εξορθολογισμός του ασφαλιστικού, λιγότερο και αποτελεσματικότερο κράτος, φτηνότερη και πιο ευέλικτη εργασία, δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα με παράλληλη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Με τη συμφωνία υπό μάλης, ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να καταφύγει στη Βουλή. Θα εξασφάλιζε μια τεράστια κοινοβουλευτική συναίνεση, που θα του έλυνε τα χέρια. Τις όποιες διαφωνίες εντός του κόμματός του, με αυτό τον τρόπο, θα τις ελαχιστοποιούσε, ενώ, αν ήθελε, θα μπορούσε να επιδείξει πυγμή, διαγράφοντας από την Κοινοβουλευτική Ομάδα μια ή δυο περιπτώσεις προκλητικά απειθάρχων, προκειμένου να δείξει ότι είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Δεν το έπραξε. Προτίμησε η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου να συζητηθεί στα όργανα του κόμματός του. Σε μια πρωτοφανή, όσο και αχρείαστη, εκδήλωση εσωστρέφειας, ο νικητής των εκλογών μετέτρεψε τη συμφωνία με τους εταίρους σε αφορμή σύγκρουσης με τις συνιστώσες, τους ιδεοληπτικούς, τους δήθεν επαναστάτες, τους μπολσεβίκους του Παναγιώτη Λαφαζάνη, τους οπαδούς της δραχμής και τους ακατάτακτους εντός του κόμματός του. Και μετατράπηκε ο ίδιος σε όμηρο μιας εσωκομματικής αντιπολίτευσης, που άρχισε να τον βλέπει καχύποπτα.
Αποτέλεσμα: ένα μήνα μετά τη συμφωνία, δυο μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, η νέα κυβέρνηση περιορίζεται σε μια ρητορική σύγκρουσης με τους εταίρους (για να διασκεδάζονται οι ανησυχίες του εσωκομματικού ακροατηρίου) και σε λογύδρια που επαναλαμβάνουν τα προεκλογικά συνθήματα και τις συνολικότερες ασάφειες, για τους υπόλοιπους Έλληνες. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι δραματικό. Ο Αλέξης Τσίπρας, που κέρδισε τις εκλογές μιλώντας υπέρ της ανάπτυξης και εναντίον της λιτότητας, σήμερα, μολονότι δηλώνει ότι η κυβέρνηση αυτή δεν συναινεί στις πολιτικές λιτότητας, αντιμετωπίζει σοβαρά την καθίζηση της αγοράς. Έχοντας καταφέρει να έχει μοναδική πηγή χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA), μάλιστα με λιγοστό και πολύ ακριβό χρήμα, ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει πολύ καλά ότι τα περιθώρια στενεύουν κι ότι τη λιτότητα, που ο ίδιος δεν κατάφερε να αποσείσει, μοιάζει να διαδέχεται ασφυξία. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κοντά το φάσμα της απόλυτης καταστροφής.
***
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα επισκεφθεί σήμερα, Δευτέρα 22 Μαρτίου, τη Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ. Αν και όσα είχε να πει με τους Ευρωπαίους εταίρους, τους ηγέτες τους και τους επικεφαλής των χρηματοδοτικών μηχανισμών της χώρας, τα είπε την περασμένη Πέμπτη, στην οκταμερή συνάντηση για το ελληνικό ζήτημα, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, η συνάντηση με την κ. Μέρκελ αναμένεται να έχει όχι μόνο παιδευτικό για τον κ. Τσίπρα χαρακτήρα (μαθαίνει πώς λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί), αλλά και ουσιαστικό. Είναι βέβαιο, ότι αν δηλώσει διατεθειμένος να βαδίσει τον ευρωπαϊκό δρόμο, καλυμμένο με τη συναίνεση των εταίρων από προπαγανδιστικές ακροβασίες, θα δρομολογηθούν διευκολύνσεις, ενδεχομένως και χρηματοδοτική βοήθεια που θα επιτρέψουν στη χώρα λιγάκι να αναπνεύσει.
Ό,τι κι αν συμβεί, ωστόσο, στη συνάντησή του με τη Γερμανίδα καγκελάριο, ο Έλληνας πρωθυπουργός γνωρίζει πλέον καλά ότι το βασικό πρόβλημά του είναι στην Ελλάδα, στην κυβέρνησή του και στο κόμμα του.
Εδώ, εκτός από συμβάντα (όπως αυτό με τον αναπληρωτή υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης, που καταγγέλλεται ότι υπέγραφε ως δικηγόρος Συμφωνητικά με απολυμένους δημόσιους υπαλλήλους ζητώντας προμήθεια 12% εάν επαναπροσληφθούν) που απογυμνώνουν την «πρώτη φορά Αριστερά» από τα ηθικά ερείσματα που επικαλείται, θα πρέπει να συγκρουστεί με τις ιδιότυπες ομάδες του κόμματός του, που θα υπονομεύσουν την όποια συμφωνία με τους εταίρους: με την τάση Λαφαζάνη, που επιμένει σε κρατικοποιήσεις και άρνηση των ιδιωτικοποιήσεων, με όσους έχουν κρυφή ατζέντα την έξοδο από την Ευρώπη, αλλά και με το εθνικόφρον κομμάτι του κόμματός του, που στο όνομα του λαού συγκλίνει με τον κυβερνητικό εταίρο, και υπουργό Άμυνας, εθνικόφρονα Πάνο Καμμένο, στην όξυνση της αντιπαλότητας με τους εταίρους που εμφανίζονται ως εχθροί.
Ο Αλέξης Τσίπρας, τις επόμενες μέρες, θα χρειαστεί να δώσει τη μάχη της πολιτικής και της ιδεολογικής κυριαρχίας στο εσωτερικό μέτωπο, μια μάχη που θα συνοψίζεται στον κυρίαρχο ευρωπαϊκό στόχο. Έχασε χρόνο, έδαφος και ερείσματα, αλλά ας πρόσεχε. Αν δεν τα καταφέρει, η αναμέτρησή του με την ιστορία θα είναι οδυνηρή για τις φιλοδοξίες του. Ας ελπίσουμε ότι τις οδύνες του δεν θα τις νιώσει έντονα η χώρα.