Το δεύτερο σημείο είναι ότι, ενώ μέχρι την δεύτερη εκλογή Σιράκ (2002) το λεγόμενο «δημοκρατικό τόξο» λειτουργούσε αποτελεσματικά και μαζικά για να αποκλείσει πιθανή εκλογή ακροδεξιού υποψηφίου, τώρα φαίνεται ότι αυτό το τόξο αποδυναμώνεται επίσης. Ο πατήρ Λε Πεν είχε λάβει στον δεύτερο γύρο εναντίον του Σιράκ ένα ποσοστό γύρω στο 18%, δηλαδή μόνο μια μονάδα πιο πάνω από το ποσοστό του πρώτου γύρου, ποσοστό που επιβεβαίωνε την περιθωριακή του πολιτική υπόσταση. Η κόρη του δεκαπέντε χρόνια μετά, λαμβάνει ποσοστό 34%, δηλαδή σχεδόν διπλάσιο από αυτό του πατέρα της ενώ προσθέτει 12% στο ποσοστό που πήρε στον πρώτο γύρο, γεγονός που την καθιστά δυνητικά εκλέξιμη στην Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Το Εθνικό Μέτωπο έπαψε να θεωρείται ταμπού.
Φαίνεται ότι και η Γαλλία ακολουθεί την πορεία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, (Αυστρία, Ολλανδία, Ουγγαρία) όπου ο εθνολαϊκισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος μπροστά στα προβλήματα και τα αδιέξοδα που δημιουργούν οι πολιτικές, οι στρατηγικές, οι οικονομικές και οι κοινωνικές επιλογές του λεγόμενου δυτικού κόσμου στο σύνολό του, και ιδιαίτερα του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε. Παραδείγματος χάριν, οι θεοποιημένες πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται σε όλη την Ε.Ε. από την γερμανική σχολή συρρικνώνουν ανεπανόρθωτα το κοινωνικό κράτος και σε χώρες όπως την Γαλλία, όπου οι κοινωνικές κατακτήσεις των πολιτών θεωρούνται ιερές. Τις πολιτικές αυτές οι Γάλλοι δεν μπορούν να τις αποδεχθούν. Ένα άλλο σημείο που τροφοδοτεί τον λόγο της ακροδεξιάς είναι βεβαίως τα φαινόμενα που προκύπτουν από την αποσταθεροποίηση και τους πολέμους που προκλήθηκαν από την ίδια τη Δύση στην Βόρειο Αφρική, στην Μέση και Κεντρική Ανατολή. Είναι προφανές ότι η Ευρώπη και ειδικά η Γαλλία πληρώνει το τίμημα των δικών της πολιτικών επιλογών. Η κυβέρνηση Σαρκοζί είχε βομβαρδίσει την Λιβύη συμβάλλοντας στην δημιουργία ενός θεόρατου μεταναστευτικού ρεύματος, ενός εξαιρετικά επικίνδυνου για την καθημερινότητα των πολιτών της, ισλαμιστικού τρομοκρατικού κινήματος που τροφοδοτείται από τα σπλάχνα της γαλλικής κοινωνίας. Σε αυτά να προσθέσουμε την ανεργία, την εγκληματικότητα κλπ. Οι ακροδεξιές «προτάσεις» που υπόσχονται ασφάλεια και εργασία, να κλείσουν τα σύνορα, να απελάσουν τους παράνομους μετανάστες, να επαναδιαπραγματευτούν την σχέση με την Ε.Ε. και το ευρώ βεβαίως και πείθουν μερίδα του απογοητευμένου και οργισμένου λαού μέρος του οποίου αντιδρά και στην ισχυρή παρουσία του αναφομοίωτου αραβικού-ισλαμικού στοιχείου ( γύρω στο 10% του πληθυσμού).
Από την άλλη βέβαια, η εκλογή ενός νέου πολιτικού, φιλοευρωπαϊστή με μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και καλή γνώση της οικονομίας δημιουργεί μια προοπτική, τόσο για την Γαλλία όσο και για την Ευρώπη. Αυτό που επείγει για τον Μακρόν, είναι να συγκροτήσει εκείνο το μέτωπο στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου που θα του επιτρέψει να κυβερνήσει. Πάντως η προεκλογική του δήλωση ότι, για τον σχηματισμό κυβέρνησης, θα πάρει «τους καλύτερους από την Αριστερά, το Κέντρο και την Δεξιά» αποτελεί μιαν υπέρβαση που μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια κυβερνητική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Το βέβαιο είναι ότι, ο νέος Πρόεδρος θα πρέπει να επανενώσει την διχασμένη γαλλική κοινωνία. Προπαντός αν σκεφτούμε ότι το ποσοστό της αποχής μαζί με το ποσοστό των λευκών και των άκυρων ξεπερνούν το 35%!
Του Γιάννη Η. Ιωάννου*
* Ο κ. Γιάννης Η. Ιωάννου, είναι καθηγητής, Πρόεδρος Τμήματος Γαλλικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου