Μάταια όμως, ένιωθε παγωμένο και το σώμα του και την ψυχή του. Πλησίασε το παράθυρο. Εκείνο το μικρό σιδερόφραχτο παράθυρο, που του θύμιζε πως έξω υπάρχει ζωή, αέρας, ελευθερία. Η ματιά του πλανήθηκε στον περίβολο της φυλακής.
Εκείνη την ώρα ο φύλακας ξεκλείδωνε τη βαριά σκουριασμένη πόρτα της αυλής.
Μια ομάδα γυναικών με επικεφαλής κάποιον ιερέα, με δέματα, κουτιά και ...συμπόνια κατευθύνθηκαν προς το κτίριο. Ήταν μία απ' τις συνηθισμένες επισκέψεις, που γίνονται Πάσχα και Χριστούγεννα, στις φυλακές, στα γηροκομεία, νοσοκομεία, από ανθρώπους που θέλουν να δώσουν λίγη χαρά σε πονεμένους συνανθρώπους τους και να ακολουθήσουν πιστά τα διδάγματα του Χριστού.
Απομακρύνθηκε απ' το παράθυρο και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Εκεί αφέθηκε στις σκέψεις του. Όταν ήταν ελεύθερος ποτέ δεν σκέφτηκε πόσο πολύτιμο αγαθό είναι η ελευθερία.
Ο Γιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια επαρχιακή πόλη, σ' ένα φτωχό και νοικοκυρεμένο σπιτάκι. Είχαν το καθημερινό τους, μα κυρίως την αγάπη τους. Για τους γονείς έφθαναν και περίσσευαν αυτά, μα ο Γιάννης όσο μεγάλωνε ντρεπόταν για τη φτώχεια, για την καταγωγή του γενικότερα.
Οι γονείς το καταλάβαιναν αυτό, φρόντιζαν όσο μπορούσαν το ντύσιμό του, το χαρτζιλίκι του κι ας στερούνταν εκείνοι βασικά πράγματα. Ο πατέρας κουβέντιαζε μαζί του, του έφερνε παραδείγματα παιδιά φτωχών οικογενειών, που σπούδασαν, που δούλεψαν, που πρόκοψαν. «Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο παιδί μου, φθάνει να έχεις πίστη στο Θεό και στον εαυτό σου και προ πάντων θέληση.
Αλλά ο Γιάννης δεν δεχόταν τέτοια μηνύματα. Τελευταία είχε παραμελήσει και τα μαθήματά του. Είχε γνωρίσει κάτι τύπους εξωσχολικούς που κυκλοφορούσαν με πολύ χρήμα. Κάποια μέρα ρώτησε.
«Αλήθεια πώς τα οικονομάτε έτσι ...χοντρά ρε παιδιά...;»
«Θα μάθεις...» του είπαν. «Θέλεις να μπεις στο κόλπο;»
Και μπήκε στο κόλπο κι άρχισε ο ...κατήφορος. Τα μικρά αμαρτήματα έφεραν τα μεγάλα και ύστερα τα μεγαλύτερα.
Κι αφού έγιναν ρουτίνα τα πορτοφόλια και οι διάφορες διαρρήξεις, αποφασίστηκε η μεγάλη «δουλειά».
Θα λήστευαν την τράπεζα, αν πετύχαινε αυτή η ...δουλειά θα έλυναν το οικονομικό τους πρόβλημα για δυο ...ζωές.
Ο Γιάννης δείλιασε λιγάκι φοβήθηκε. Μια ξεχασμένη γωνιά του καλού του εαυτού επαναστάτησε, αδύναμα και χλιαρά, φώναξε εξασθενημένα, «όχι».
Ήταν κι εκείνο το βλέμμα της μάνας του, γεμάτο παράπονο και ικεσία. Η καρδιά της μάνας ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτό το βλέμμα που τον άφησε νύχτες ξάγρυπνο, που συγκρούονταν άγρια με την απόφασή του, να αποτινάξει από πάνω του το ζυγό της φτώχειας...
Δεν πέτυχε όμως εκείνη η ...μεγάλη δουλειά κι ένα μεσημέρι έβγαιναν με χειροπέδες απ' την τράπεζα, όχι με χιλιάδες ευρώ όπως ονειρεύονταν...
Ένας συνηθισμένος θόρυβος απ' το γύρισμα του κλειδιού, τον έβγαλε απ' τις σκέψεις του. Κάρφωσε τα μάτια στην πόρτα και μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε τη σιλουέτα του φύλακα. Δεν σάλεψε καθόλου. Δεν ήθελε να βγει απ' το κελί! Δεν είχε διάθεση για κουβέντες με τις επισκέπτριες. Ωραία η πράξη τους βέβαια, μα ρηχή και ...άκαρπη. Ποια από κείνες τις καλοσυνάτες κυρίες, θα είχε την παλικαριά και την τόλμη να εμπιστευθεί ένα παιδί που θα
έβγαινε απ' τη φυλακή και να του προσφέρει φιλοξενία, έστω μιας ημέρας!
Να του πει μια ζεστή «καλημέρα» στο δρόμο; Ποια θα τολμούσε να βοηθήσει ουσιαστικά στην επανένταξη κάποιου ανθρώπου, που ήταν στο περιθώριο τόσα χρόνια!
Είναι σίγουρα πολύ δύσκολα όλα ετούτα και στοιχίζουν πολύ ...περισσότερα από ένα πακέτο τσιγάρα, ένα κουτί γλυκά και λίγες παρήγορες κουβέντες.
Ο φύλακας προχώρησε και κάθισε δίπλα του. Ακούμπησε το χέρι το ώμο του.
«Γιάννη... ξύπνα. Η πολυπόθητη ημέρα για σένα έφθασε. Απορώ πως δεν είσαι ακόμα έτοιμος!»
Ο Γιάννης τινάχτηκε. Τι έλεγε ετούτος εδώ...!
«φαίνεται πως δεν ξέρεις να λογαριάζεις καλά φίλε... Είσαι ελεύθερος, κατάλαβες;» «Ελεύθερος...» ψέλλισε... «Ελεύθερος», είναι πολύ σπουδαίο να ακούς αυτή τη λέξη, μοιάζει με τραγούδι, με γλυκιά μελωδία, μοιάζει με τον έρωτα, με δυνατό κρασί, που αν έχεις χρόνια να το πιεις ζαλίζει αρρωσταίνει...
Λίγες ώρες αργότερα περπατούσε στους ολοφώτιστους δρόμους της επαρχιακής εκείνης πόλης. Στην αρχή μουδιασμένα, μα ύστερα πιο σταθερά.
Ο αέρας μύριζε το σπάνιο άρωμα της ...ελευθερίας και πασχαλινό τσουρέκι. Περιπλανήθηκε ώρες, πού να θυμάται πόσες!
Κόντευαν μεσάνυχτα οι καμπάνες άρχισαν να χτυπάνε χαρμόσυνα. Διάφορες ψαλμωδίες έφθαναν στ' αυτιά του και χάιδευαν την ψυχή του. Ήταν νύχτα του Μ. Σαββάτου, ο Χριστός είχε αναστηθεί και πάλι στις καρδιές όλων των πιστών.
Σήκωσε το χέρι και έκανε το σταυρό του, σίγουρα δεν ήταν τυχαία αυτά τα δύο γεγονότα.
Η αποφυλάκισή του και η Ανάσταση του Κυρίου...
Από την Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά
* Η Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά είναι Λογοτέχνις, Συγγραφέας