Αντιθέτως, στους πολίτες των κρατών-μελών κυριαρχεί μια δυσπιστία για το μέλλον της κοινής αυτής πορείας που ξεκίνησε το μακρινό 1957, δώδεκα μόλις χρόνια μετά το τέλος του αιματηρότερου πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η Ένωση είναι μάλλον μακράν αυτής που είχαν οραματιστεί οι πραγματικοί Ευρωπαίοι «πατέρες» της. Το όραμα, σύμφωνα με τον Ντε Γκωλ, για μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια, που σταδιακά θα αγκάλιαζε όλους τους λαούς της ηπείρου, ξεθώριασε. Τι πήγε, όμως, στραβά και σήμερα η ΕΕ έχει χάσει την ελκτική δύναμη που είχε μόλις πριν λίγα χρόνια;
Χωρίς αμφιβολία, το σαράκι της σημερινής κατάστασης «δούλευε» καιρό. Από την εποχή που άρχισαν να φεύγουν οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, που οδηγούσαν τους λαούς τους προς το μέλλον και δεν άφηναν να σέρνονται από τις μικροπολιτικές ανάγκες της στιγμής. Ντε Γκωλ, Αντενάουερ, Ντ’Εστέν, Σμιτ και ο δικός μας Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξαν πολιτικοί με εμπεδωμένη ευρωπαϊκή συνείδηση και κουλτούρα και ταυτόχρονα βαθιά πατριώτες. Κατόρθωναν να συνδυάζουν και τα δύο αυτά στοιχεία, χωρίς το ένα να βαίνει σε βάρος του άλλου. Δεν έβλεπαν την ΕΟΚ τότε ως πεδίο επιβολής των ιδιαίτερων συμφερόντων των κρατών τους. Αυτό το στοιχείο, δυστυχώς, χάθηκε στην πορεία. Όσο η Ένωση διευρυνόταν -ιδιαιτέρως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού- και παρά τις κοινές διακηρύξεις, κάπου χάθηκε ο πρωταρχικός στόχος.
Κατ’ αρχάς, η Ευρώπη θέλησε να ξεκόψει με τις ρίζες της. Αυτό έγινε ξεκάθαρο κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την καθιέρωση του ευρωπαϊκού Συντάγματος με την άρνηση κάθε αναφοράς στο προοίμιο του στο χριστιανικό παρελθόν της γηραιάς ηπείρου. Απαρνήθηκε, λοιπόν, τις χριστιανικές της καταβολές, δηλαδή την ψυχή της. Στο όνομα μιας ασαφούς πολυπολιτισμικότητας, που λίγο αργότερα θα γινόταν μπούμερανγκ για τον ευρωπαϊκό κόσμο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έκαναν ένα άλμα στο κενό που σήμερα μας απειλεί με καταποντισμό. Αντιθέτως, παρά την αναμφίβολη πρόοδο στο τομέα των δικαιωμάτων για τους Ευρωπαίους πολίτες, στην άνοδο της ποιότητας των υποδομών και στην εσωτερική κινητικότητα, οικοδομήθηκε ένας πύργος γραφειοκρατίας, που αποστασιοποιήθηκε από τις πολιτικές διεργασίες αλλά κατ’ ουσίαν επέβαλε πολιτικές, δημιουργώντας μια αίσθηση μειωμένης δημοκρατικότητας.
Ταυτοχρόνως, ιδιαιτέρως μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, κάποια κράτη-μέλη έγιναν πιο ίσα από τα άλλα. Η αντίθεση μεταξύ του βορρά και του νότου διευρύνθηκε. Ο βορράς παρήγαγε και ο νότος κατανάλωνε τα προϊόντα του βορρά. Όχι ότι δεν είχαν ευθύνη γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις των χωρών του νότου, ακόμη και οι λαοί που είχαν αποδεχθεί να ζήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον μύθο τους. Όμως, αυτή η παρέκκλιση γινόταν εν γνώσει των βορειοευρωπαίων. Μέχρι που ήλθε η ώρα της μεγάλης κρίσης. Και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που σοβούσαν, ιδιαίτερα μετά την έλευση του ευρώ, βγήκαν στην επιφάνεια. Και η κρίση στην οικονομία έφερε και την κρίση στην πολιτική με την ραγδαία άνοδο των δυνάμεων του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού, αλλά και την αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των λαών. Αυτό εξέφρασε πρόσφατα ο πολύς κ. Ντάισεμπλουμ, που μάλλον χολωμένος από την κατάρρευση του κόμματός του στις ολλανδικές εκλογές, κατηγόρησε τις χώρες του νότου ότι έφαγαν τα λεφτά τους στα ποτά και στις γυναίκες. Μια κατηγορία, βγαλμένη από τις πιο αυστηρές καλβινικές αρχές, που θέλει να ξεχνά, όμως, ότι Έλληνες, Ιταλοί και Ισπανοί εργάστηκαν για δεκαετίες στα εργοστάσια της Γερμανίας ή στα ορυχεία του Βελγίου για το θαύμα της δυτικής οικονομίας. Και ότι οι Έλληνες μέχρι και την μεταπολίτευση ήταν ένας από τους πιο εργατικούς λαούς του κόσμου. Όπως και σήμερα, είναι πολλοί οι Έλληνες που εργάζονται σκληρά τόσο εντός της χώρας όσο και ως μετανάστες που διαπρέπουν στους τομείς τους.
Είναι φανερό ότι οι ευχές των ηγετών των χωρών της Ευρώπης δεν φτάνουν για να αλλάξουν το κλίμα. Πολλώ δε μάλλον, όταν έχει ανοίξει η συζήτηση για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, που όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει. Μια Ευρώπη του βορρά με τη Γερμανία στο πυρήνα της που θα φύγει μπροστά, και πίσω στα τελευταία βαγόνια έτοιμες να εκτροχιαστούν χώρες όπως η Ελλάδα, που θα είναι τύποις μέλη της Ένωσης. Έτσι, όμως, η ΕΕ ουσιαστικά οδηγείται σε αδιέξοδο, και το μέλλον της θα είναι η πολυδιάσπαση και η απορρόφησή των κομματιών της από ισχυρότερους παγκόσμιους παίχτες. Το επιθυμούμε αυτό; Αν όχι, οφείλουμε να δούμε και πάλι τις αρχές και τις αξίες μας, και να συμφωνήσουμε όλοι μαζί, χωρίς κρυπτοεθνικιστικές επιδιώξεις πως θα πορευθούμε ώστε να κερδίσουμε το στοίχημα του μέλλοντος.
* Του Μάξιμου Χαρακόπουλου, αναπληρωτή τομεάρχη Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, αρμόδιου για θέματα Προστασίας του Πολίτη, βουλευτή Λαρίσης.