Μέσα σε όλες τις ατυχίες του είχε κι αυτήν, το ένα πόδι του ήταν κοντύτερο από τ’ άλλο, από γεννησιμιού του. Γνώριζαν όλοι στο νησί, αυτό το γρήγορο, πηδηχτό και βιαστικό περπάτημά του. Γνώριζαν πότε βρισκόταν σε αναβρασμό και πότε σιγομουρμούριζε, ο ζαβός του χωριού τους. Περνώντας τους κοίταξε για μια στιγμή ο τρελονικολός μισοχαμογελώντας, αλλά δεν σταμάτησε στις φωνές τους. Έτρεξε να τον προλάβει η Φραγκίσκη. «Μωρέ αλαφροΐσκιωτε, περίμενε πού πας με τέτοια φόρα; Σε μιλούνε, δεν ακούς; Αχ! Που να παραλύσουνε τα πόδια σου κουρλέ, περίμενε, ουφ! Με ξεθέωσες τρελούλιακα!» Ο τρελονικολός κοντοστάθηκε για λίγο λέγοντάς της: «Άσε με τώρα, άσε μεεε! Πέθανε ο Γιαννίκος και θέλω να προλάβω να χτυπήσω την καμπάνα. Άσε με τώρα, άσε μεεε! Και άρχισε πάλι να περπατά γρήγορα και ακανόνιστα, με το μακρύ του πόδι να πατά γερά στην γη, ενώ τ’ άλλο το λειψό, ίσα που να ακουμπά. Ήταν κάτι σαν έθιμο πια στον τόπο τους να χτυπάει πένθιμα την καμπάνα όταν χρειαζόταν ο Τρελονικολός και να μουρμουρίζει μόνος του στο δρόμο, όπως έκανε και τώρα. «Ευτυχώς ήταν Γιαννίκος, ευτυχώς που δεν πέθανα εγώ… αλλά ο Γιαννίκος». Έλεγε και ξανάλεγε ο ζαβός χαζογελώντας, λες και θα χτυπούσε την καμπάνα για χαρά και κάθε φορά που είχε αυτή την αποστολή, ίδια ήταν πάντα τα λόγια του. Το μόνο που άλλαζε ήταν το όνομα του μακαρίτη ή της μακαρίτισσας. Αλλά αυτή η παράξενη διαδρομή του, έφτανε για να αρχίσουν να αναρωτιούνται όλοι. «Ποιος; Ποιος έφυγε πάλι για τα ανήλεα μέρη;»
Λίγο πιο κάτω, μια ομάδα παιδιών πλησίασε τον ζαβό και άρχισε να τον ξεφωνίζει χαρούμενα. «Εμείς θα πάμε Νικολό να χτυπήσουμε την καμπάνα και θα είναι για ’σένα αυτήν την φορά. Θα σε προλάβουμε! Θα σε προλάβουμε!» «Ντινινί-σιχτιμινί» έβριζε χειρονομώντας ο τρελο- Νικολός κι ολοένα τάχυνε τα αλλόκοτα βήματά του, μην τυχόν τον περάσουν τα παιδιά που έκαναν κύκλο γύρω του και δεν τον άνοιγαν παρά μόνο, όταν άκουγαν τα σιχτίρ του. Λίγα μέτρα πριν από την εκκλησιά σκόρπιζαν και άδειαζε ο ανήφορος από παιδιά, μέχρι εκεί τον περιέπαιζαν. Το χαρούμενο αλαλητό τους, σταματούσε κοντά στο κοιμητήρι. Εκεί τον άφηναν μόνο του και ο Νικολός κοίταζε γύρω και έδειχνε σαν να του έλειπε τώρα το παιχνίδι των παιδιών.
Η θλιβερή κωδωνοκρουσία, με τον μοναδικό και πάντα ίδιο μαέστρο, άρχιζε μετά από λίγα λεπτά. Μικρές, πένθιμες δονήσεις ακούγονταν. Χτυπούσε γι’ ώρα ο Τρελονικολός, τραβώντας το μεγάλο σχοινί, μ’ έναν ειδικό τρόπο, αργά, θλιμμένα, μέχρι να σκορπίσει παντού τη λυπημένη φωνή της καμπάνας. Μέχρι να ακουστεί ο ήχος σ’ όλο το νησί, απ’ άκρη σ’ άκρη. Και τότε θαρρείς πως αμέσως σώπαιναν τα πάντα. Οι ήχοι σαν να σταματούσαν με μιας και όσοι άκουγαν την καμπάνα, ένιωθαν αμέσως μια διαυγή αίσθηση μηδαμινότητας, της δικιάς τους μηδαμινότητάς και για μια μοναδική στιγμή σκεπτόταν όλοι το ίδιο πράγμα, τον θάνατο. Για να συνεχίσουν αμέσως μετά, μόλις θα έσβηνε ο λυπητερός, αργός ήχος, μόλις θα τελείωνε ο λυπητερός καμπανισμός σαν αιώνιοι πάλι, σαν να μην άκουσαν ποτέ τους τίποτα.
Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη
Ο Γαϊτανίδης Ευστάθιος (είναι τακτικό μέλος της ένωσης λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος).