Πως άραγε εξηγείται αυτή η αντίφαση μεταξύ οικονομικού και γεωπολιτικού προσώπου της Ρωσίας απέναντι στη Τουρκία;
Ανεξήγητη έμοιαζε στην αρχή η ρωσική ανοχή στους τουρκικούς βομβαρδισμούς εναντίον της κουρδικής πολιτοφυλακής και στη προώθηση τουρκικών τεθωρακισμένων στο εσωτερικό της Συρίας.
Από την σκοπιά της Μόσχας, οι Κούρδοι εισέπρατταν το τίμημα της προσφοράς αεροπορικής βάσεως στις ΗΠΑ εναντίον ουσιαστικά της ρωσικής παρουσίας στη Συρία.
Εάν αυτές οι τουρκικές επιδρομές εναντίον των Κούρδων, των μόνων αξιόμαχων συμμάχων των ΗΠΑ στη Συρία, υπέσκαπταν περισσότερο τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, η εξέλιξη θα ήταν βεβαίως ευπρόσδεκτη για τη Ρωσία, αφού η Άγκυρα μπορεί και να έκλεινε τη Μαύρη Θάλασσα στους Νατοϊκούς στόλους στον ολοένα δριμύτερα επαπειλούμενο πόλεμο του ΝΑΤΟ εναντίον της.
Οι εξελίξεις όμως στα μετόπισθεν αυτής της εστίας αξίωναν μιαν προσεκτικότερη ανάλυση.
Αυτή η μυστική διαβούλευση στη Μόσχα, προφανώς γεωπολιτικής ευρύτητας πέραν του Συριακού πεδίου, εξελισσόμενη παράλληλα με τον νέο-αυτοκρατορικό αφηνιασμό του Ερντογάν απροκάλυπτα εναντίον της χώρας μας, αλλά και με στρατιωτικές προπαρασκευές, θα όφειλε να κινεί σε εντονότατο προβληματισμό όλους τους γείτονες της Τουρκίας, αλλά ειδικότερα τη χώρα μας, προβαίνοντας σε διπλωματικά διαβήματα ενημέρωσης μας από τη Μόσχα, εάν η Ελλάδα διέθετε κυβέρνηση ελληνική ή διπλωματική υπηρεσία ικανή να λειτουργήσει με εθνική αυτενέργεια. Άμεση απειλή και μάλιστα πρώτης προτεραιότητας αποτελούν τα τουρκικά υποβρύχια που ελλιμενίζονται στους Αγίους Σαράντα, καθώς επίσης η εκπαίδευση που έχουν ξεκινήσει στην Τουρκία αλβανοί και κοσοβάροι πιλότοι στην χρήση των F16, όπως αναφέρουν οι Σερβικές υπηρεσίες ασφαλείας!
Το στρατηγικό τρίπτυχο της Μόσχας από την άλλη πλευρά κατά την σημερινή μεταβατική φάση της παγκόσμιας ιστορίας, είναι:
1. Να προστατέψει, εν ανάγκη και ένοπλα, τα συμφέροντα εθνικής της ασφάλειας, στην Μαύρη Θάλασσα (Κριμαία) και Ανατολική Μεσόγειο ( Συρία )
2. Να αποτρέψει, με διπλωματία αγοράς χρόνου και εν ανάγκη με τακτικές υποχωρήσεις, την έκρηξη του 3ου Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο οι δυνάμεις της «παγκόσμιας νέο-Μεσαιωνικής φεουδαρχίας» έχουν εναποθέσει τις φθίνουσες ελπίδες τους.
3. Να αξιοποιήσει τα κατακτώμενα περιθώρια χρόνου με την ενίσχυση του αμυντικού της οπλοστασίου.
Με οδηγό αυτή τη διαφαινόμενη στρατηγική-σωτηρίας ενώπιον της ατλαντικής επιθετικότητας, η προφανώς ευρύτερη μυστική ρωσο-τουρκική διαβούλευση, δύο νομοτελειακά αντιπάλων δυνάμεων, προσλάμβανε λογικά τα χαρακτηριστικά τακτικισμού από την πλευρά της Μόσχας.
Δεν έχει συμφέρον η Ρωσία, αυτή ιδιαίτερα την περίοδο διεθνούς αναβρασμού και ανακατατάξεων, να «κόψει τον βήχα» στις νέο-Οθωμανικές φαντασιώσεις του Ερντογάν, εφ’ όσον αυτές παραμένουν στο στάδιο της ονείρωξης και των βολιδοσκοπήσεων και δεν μετουσιώνονται σε πράξεις.
Δεν βλάπτει στο παραμικρό τη Ρωσία η «παθητική συμμετοχή» σ’ αυτόν τον διάλογο, λόγου χάριν για διανομή ζωνών επιρροής στη Μέση Ανατολή, κοινή στάση στο Κουρδικό, «τουρκικών δικαιωμάτων» στο Αιγαίο, συσχετισμό Κριμαίας με Θράκη, και αγορά από τη Άγκυρα ρωσικών οπλικών συστημάτων. Αρκεί ο διάλογος να παρατείνεται, χωρίς να καταλήγει πουθενά, να δηλητηριάζει και να υποσκάπτει τις σχέσεις της Άγκυρας με το ατλαντικό στρατόπεδο γενικότερα.
Εκτενέστερη του παρόντος η ανάλυση του κ. Γιούρι Αβάτκωφ, διευθυντού του κέντρου Ανατολικών σπουδών στη Μόσχα, δεν αναιρεί την ανωτέρω εκτίμηση των ρωσικών κινήτρων και στόχων στις αναφερόμενες διαβουλεύσεις με την Τουρκία.
Ο κ. Αβάτκωφ προσθέτει τις πληροφορίες ότι οι δύο χώρες και η τουρκική κοινή γνώμη αντιτίθενται στα αμερικανικά σχέδια διαίρεσης της Συρίας, ότι ο τουρκικός πληθυσμός φαίνεται να βλέπει θετικά τη ρωσική στάση στο θέμα της Συρίας, και ότι η ιδέα αγοράς ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων επανήλθε στην επιφάνεια.
Κατά τον κ. Αβάτκωφ « είναι σημαντικό να καθιερωθεί μια καλή επικοινωνία μεταξύ Ρώσων και Τούρκων επιτελών των Ε.Δ. και των Μυστικών Υπηρεσιών» και ότι «αυτό θα αποτελούσε πρώτη ένδειξη σταθεροποίησης των διμερών σχέσεών τους και βελτίωσης της περιφερειακής σταθερότητας».
Συνεχίζοντας αναφέρει ότι « η Μόσχα βλέπει την Τουρκία ως μαχόμενη σε αναζήτηση της νέας ταυτότητάς της» και ότι «αυτή η δύσκολη μάχη και αναζήτηση περιλαμβάνει συλλήψεις εκείνων που αντιτίθενται στην πολιτική του Ερντογάν, και ότι τα σύνορα πού επιβλήθηκαν με την συνθήκη της Λωζάννης δεν ανταποκρίνονται με τις φιλοδοξίες της Τουρκίας στον Νότο και στη Δύση».
Και καταλήγει αναφέροντας ότι «Η ενίσχυση της ανεξάρτητης πολιτικής της Τουρκίας έχει τα ρίσκα της για όλους τους μείζονες παίκτες. Ιστορικά, η Τουρκία βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεγάλων οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών διαδρόμων. Τα γεωπολιτικά δεδομένα δεν είναι πιθανό να μεταβληθούν είναι όμως δυνατό να επηρεασθούν οι εξελίξεις.»
Ομολογεί έτσι ο κ. Αβάτκωφ στην κατακλείδα της ανάλυσης του, τη φροντίδα του να μην επηρεάσει αρνητικά «τις προοπτικές της εξέλιξης» και τις στοχεύσεις της ρωσικής διπλωματίας.
Βέβαιο είναι, ότι η Ρωσία κάνει τις επιλογές της με αποκλειστικό κριτήριο το εθνικό της συμφέρον, στην οριοθέτηση του οποίου θα ήταν όμως παράδοξο να περιφρονεί το ασφαλές κεφάλαιο της ακατάλυτης πνευματικής συγγένειας και φιλίας του ελληνικού λαού προς το ομόδοξο και παραδοσιακά σύμμαχο έθνος της Ρωσίας.
Του Ντίνου Ζήσου